Άποψη της Σμύρνης πριν την καταστροφη(καρτ ποσταλ εποχής) |
Η πλούσια πληθυσμιακή σύνθεση αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της Σμύρνης του 19ου αιώνα, της ομορφότερης, κατά το Φιλόστρατο, ʽʽαπό όλες της πόλης που φωτίζει ο ήλιοςʼʼ. Κατά τις αρχές του αιώνα, αριθμούσε, εκτός από τον τουρκικό πληθυσμό, γύρω στις 120.000 ανθρώπους εκ των οποίων οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο. Άγγλοι, Αρμένιοι, Αυστριακοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Εβραίοι, Ελβετοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Πέρσες και Σουηδοί αποτελούσαν τις σημαντικότερες εθνότητες που συμπλήρωναν το πληθυσμιακό μωσαϊκό της πόλης. Λογικά λοιπόν η ελληνική αποτελούσε τη καθιερωμένη γλώσσα συνεννοήσεως, μετά τα ελληνικά, ακολουθούσαν τα τούρκικα και τα ιταλικά, σε τρίτη γραμμή τα αρμένικα και τα σπανιόλικα - η διάλεκτος των Εβραίων - και τελευταία τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Το ευάριθμο του πληθυσμού και η πολύμορφη σύνθεσή του ήταν συνάρτηση της σπουδαιότητας της Σμύρνης ως λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Η Λίζα Μιχελή αναφέρει χαρακτηριστικά: ʽʽΗ Σμύρνη, δημιούργημα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στον τομέα του εμπορίου, είναι ένα λιμάνι διεθνές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Είναι μια πόλη με πολλά πρόσωπα, με κυρίαρχο όμως το ελληνικό χρώμα – ιδιαίτερα μετά το 1832, όταν η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ισχυροποιεί, ακόμα και συναισθηματικά, το ήδη ακμάζον ελληνικό στοιχείοʼʼ. Οι ευρωπαίοι, αν και λιγότεροι σε αριθμό μεταξύ των μονίμων κατοίκων της πόλης, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της. Η προσέλευσή τους στη Σμύρνη αιτιολογείται από το περιεχόμενο των διομολογήσεων , διμερών συμφωνιών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που παρείχαν ευρύτατα προνόμια στους Δυτικούς με αντάλλαγμα τη συλλογή φόρων από τους Τούρκους. Με μέριμνα του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούνταν στους ξένους κεντρικές περιοχές στα παράλια της Σμύρνης για τη δημιουργία κατοικιών και αποθηκών. Έτσι δημιουργήθηκαν οι βερχανέδες (σπίτια των Φράγκων), η Ευρωπαϊκή Οδός ή Rue Franque, ο Φραγκομαχαλάς (η συνοικία των Φράγκων) και, στη νότια άκρη του Φραγκομαχαλά, το Ευρωπαϊκό Τελωνείο.
Από τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης οι παλαιότεροι ήταν νησιώτες από τη Χίο, την Τήνο, τη Νάξο και άλλα νησιά των Κυκλάδων. ʽʽΣτις αρχές του 18ου αιώνα πολλοί νησιώτες κηπουροί εργάζονται στη Σμύρνη, για λογαριασμό των Ευρωπαίων κυρίως. Πρόκειται για Ορθόδοξους και Καθολικούς από τη Χίο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, την Τήνο, την Πάρο. Την ίδια περίοδο έρχονται εδώ και πολλές γυναίκες απʼ τα νησιά, για να δουλέψουν στα σπίτια ως υπηρέτριεςʼʼ, γράφει η Λίζα Μιχελή. Αργότερα ακολούθησαν οι τεχνίτες, κυρίως τσαγκαράδες, χτίστες και μαρμαράδες όπου άρχισαν να δημιουργούν εργαστήρια στην πόλη ενώ πολύ αργότερα δημιουργήθηκαν στο Φραγκομαχαλά μεγάλα μαγαζιά κάθε είδους με φραγκοτηνιακούς ιδιοκτήτες. Από τους πρώτους Έλληνες της Σμύρνης ήταν οι Χιώτες αυτοί, που, παίρνοντας στα ηνία τους το εμπόριο της πόλης κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ανθούσα παροικία στη Σμύρνη καθώς και σημαντικές περιουσίες.
Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, ιδιαίτερα μετά την μετατόπιση των δρόμων του ανατολικού εμπορίου από τις νοτιότερες περιοχές προς τη Μικρά Ασία στα μέσα του 18ου αιώνα , ακολούθησε τη νέα εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Η οικονομική άνθηση των εμπόρων αστών οδηγεί στη θέληση για συμμετοχή στις δομές της κοινοτικής εξουσίας (δικαιοσύνη, φορολογία – δημόσιες δαπάνες, εκπροσώπηση της κοινότητας στις οθωμανικές αρχές) όπου μέχρι τότε πρωτοστατούσε η εκκλησία. Η προσπάθεια περιορισμού των αρμοδιοτήτων της με σκοπό τον έλεγχο της κοινότητας είχε προχωρήσει αρκετά ως το 1785 με τη υπογραφή του «Συνυποσχετικού» από τον τότε μητροπολίτη και μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. ʽʽΑπό το 1785 ως το 1819ʼʼ, γράφει ο Φίλιππος Ηλιού, ʽʽστη διοίκηση της κοινότητας εναλλάσσονται αδιάκοπα οι αντιπρόσωποι των εμπόρων και οι εκπρόσωποι της μητρόπολης – και οι αλλαγές αυτές δεν πραγματοποιούνται, σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς συγκρούσειςʼʼ. Παράλληλα παρουσιάζεται η προσπάθεια συμμετοχής στον «αστικό» σχηματισμό της πόλης από την πλευρά των συντεχνιών λόγω της άνθησης του εμπορίου μέσα στα πλαίσια της πόλης και της δημογραφικής ανάπτυξης. ʽʽΟι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα τρία αυτά κοινωνικά στρώματα (εκκλησία – έμποροι – συντεχνίες), σημαδεύουν την ιστορία της Σμύρνης με μια μακρά σειρά από εντάσεις, αντιπαραθέσεις και εξεγέρσειςʼʼ.
Έτσι η Σμύρνη, τόπος συγκέντρωσης αγαθών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, της Περσίας και των νησιών του Αιγαίου μεταλλάχτηκε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σε ένα από τα πιο ζωντανά λιμάνια της Μεσογείου μαζί με τη Μασσαλία και το Λιβόρνο ενώ μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Τρίπολη της Συρίας, μία από τις μεγαλύτερες πύλες εξόδου των αγαθών της Ανατολής. Στην αγορά της μπορούσες να βρεις σχεδόν τα πάντα. Σταφίδα, σουλτανίνα, αμύγδαλα, κερί, λάδι, σαπούνι, μέλι, σύκα, αχλάδια, βερίκοκα, μαστίχα, σφουγγάρια, βαμβάκι, μετάξι, ερυθρόδανο, βελανίδι, μαλλί, σιτάρι, αλεύρι, κουκιά, αλάτι, καπνό, σκαμμώνιο, κεράσια, κόλλα, κηπευτικά και λουλούδια, όπιο, κάνναβη, ράκη, κρασί, τυριά, καπνιστά ψάρια, κρέατα, ζάχαρη, καφέ, ρύζι, μήλα, καρπούζια, πεπόνια…,ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Jakob Levi Salomon Bartholdy, Γερμανός περιηγητής, γράφει για τη Σμύρνη: ʽʽΑπαλή σιλουέτα, γαλάζια θάλασσα, καθαρός ουρανός, χαϊδευτικό αεράκι. Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία. Τα σύκα, τα σταφύλια και οι σταφίδες της Σμύρνης είναι φημισμένες και στη Γερμανία όπου εξάγονται κατά μεγάλες ποσότητες. Περίφημα επίσης είναι τα ρόδια και τα κεράσια του Νυφαίου, ενώ τα πεπόνια του Κασσαμπά θεωρούνται τα καλύτερα της Μικρασίας, και τα πορτοκάλια της δεν πάνε πίσω από κείνα της Χίου…Εδώ στη Σμύρνη η φύση σπαταλά την πολυτέλειά τηςʼʼ.
Κύρια μεταφορικά μέσα των εμπορευμάτων (κυρίως του εσωτερικού της Ανατολής) αποτελούσαν οι αραμπάδες (κάρα) και κυρίως τα καραβάνια από καμήλες, που, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα μέσα μεταφοράς, μπόρεσαν να συνυπάρχουν για πολλά χρόνια με το σιδηρόδρομο. Τα περισσότερα καραβάνια έμπαιναν στη Σμύρνη από την ομώνυμη γέφυρα (Γέφυρα των Καραβανιών) πάνω από το Μέλητα ποταμό όπου και υπήρχε ελληνικό καφενείο καθώς και η αφετηρία πολλών αραμπάδων αλλά και ζώων που νοικιάζονταν για τις μεταφορές μέσα στην πόλη. Κύριος προορισμός των προϊόντων ήταν τα τσαρσιά (ανοιχτές αγορές), τα μπεζεστένια (κλειστές, στεγασμένες αγορές για πολύτιμα εμπορεύματα) και τα χάνια.
Τα χάνια, ιδίως σε μεγάλους διαμετακομιστικούς σταθμούς όπως ήταν η Σμύρνη, ήταν χώροι όπου ξεκουράζονταν οι έμποροι και τα ζώα τους. Ταυτόχρονα όμως το χάνι συνδύαζε για αυτούς οικία και επαγγελματική στέγη καθώς το χρησιμοποιούσαν και σαν αποθήκη και γραφείο συγχρόνως. ʽʽΤα ίδια αυτά κτίρια αποτελούσαν φυσικά και τόπους συγκέντρωσης εμπόρων που προέρχονταν από τις ίδιες περιοχές, όπως – για τους Έλληνες – το Κρητικό, το Τσιριγώτικο, ή το Χιώτικο Χάνιʼʼ. Τα κτίρια αυτά είχαν τεράστιες πόρτες επιτρέποντας ακόμα και σε καμήλες να εισέλθουν στο εσωτερικό τους για να ξεφορτώσουν τα εμπορεύματα. Τις νύχτες, οι πόρτες αυτές ήταν κλειστές για λόγους ασφαλείας και ο φύλακας, ο ʽʽχανιτζήςʼʼ, έλεγχε την ταυτότητα όσον έφταναν αργοπορημένα μέσα από ένα μικρότερο πορτάκι. Ο Δημήτριος Βικέλας, μέσα από το πεζογράφημά του, Λουκής Λάρας, μας δίνει την περιγραφή του συγκεκριμένου αυτού είδους κτιρίου: ʽʽΔιηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύχτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κʼ εγώ…Τα Χάνια, καθώς ίσως γνωρίζεις, αναγνώστα, είναι συνήθως ωκοδομημένα εν είδει φρουρίου. Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στέρεοι, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμηκής, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου δια πύλης σιδεράς κλειόμενης την νύκταʼʼ.
Σημερινή άποψη της Σμύρνης |
Έτσι τα εμπορεύματα ακολουθούσαν το κλασικό δρομολόγιο: ξεφόρτωμα στο ανάλογο χάνι, ζύγισμα, μεταφορά στο λιμάνι, συσκευασία σε ʽʽμπάλεςʼʼ. Ακολουθούσε η πληρωμή των τελωνειακών δασμών (εδώ εμφανίζεται και ο ʽʽΕβραίοςʼʼ, καθώς στην πλειοψηφία τους οι τελωνοφύλακες της Σμύρνης ανήκαν στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης). Άλλες πληρωμές ήταν τα ʽʽΚονσουλιάτικαʼʼ, τα δικαιώματα του προξενείου και η αμοιβή των διερμηνέων και των ζυγιστών. Όλες οι πληρωμές γίνονταν σε ρέλια, ισπανικά νομίσματα ευρείας τότε χρήσης καθώς και σε μικρότερα, τα ʽʽάσπραʼʼ, που κατασκευάζονταν στην Τουρκία. Η εν λόγω ανάπτυξη της Σμύρνης συνδέθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου της περιοχής με τη Δύση ως συνάρτηση των σχέσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τη Γηραιά Ήπειρο. Στο διεξαγόμενο αυτό εμπόριο η Γαλλία αποτελούσε και τον σημαντικότερο εμπορικό συνέταιρο της αυτοκρατορίας στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα όπου το μονοπώλιό της βρέθηκε μπροστά στον βρετανικό επεκτατισμό. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλώνται πλήρως στην εμπορική ιστορία της πόλης. Οι έμποροι των καραβανιών έφταναν στη Σμύρνη από την Ανατολή φέρνοντας τα προϊόντα τους τα οποία και ανταλλάσσονταν με εμπορεύματα από τη Δύση που έφταναν στο λιμάνι δια θαλάσσης. Στο 2ο μισό του 18ου αιώνα ο ετήσιος μέσος όρος των εξαγωγών προς τη Γαλλία ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος σε αξία από ότι στο πρώτο, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα, οι εξαγωγές υπήρξαν διπλάσιες από τα ήδη υψηλά επίπεδα του 18ου. Παράλληλα οι εισαγωγές αναπτύσσονταν με τους ίδιους ρυθμούς πολλαπλασιαζόμενες και αυτές στα δρώμενα του διεθνούς εμπορίου.
Η ξέφρενη πορεία του εμπορικού ισοζυγίου της Σμύρνης διακόπηκε μονάχα στην Ελληνική Επανάσταση. Ενδεικτικά, το 1821, οι εισαγωγές μάλλινων από την Αγγλία πέφτουν στις 3.772 λίρες και το 1822 στις 1.744. Μονάχα κατά το 1824 οι εισαγωγές θα επανέρθουν στο επίπεδο των 29.643 λιρών που χαρακτήριζε το προεπαναστατικό 1818. Παρόλα αυτά από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τις αρχές του 20ου η συνολική αξία των εξαγωγών της Σμύρνης ήταν διπλάσια από αυτή των εισαγωγών. Το 1850 η Σμύρνη ήλεγχε το 7,5% του συνόλου του εξωτερικού εμπορίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ενώ στο τέλος του 19ου είχε φτάσει το εκπληκτικό ποσοστό του 43%. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εμπορικής δραστηριότητας βρίσκονταν στα χέρια Ελλήνων και Ευρωπαίων εμπόρων. Ένα μικρότερο τμήμα του διεξαγόταν από Αρμένιους, Εβραίους και μουσουλμάνους. Η επιτυχής διεξαγωγή του εμπορίου οδήγησε στη δημιουργία περισσότερο οργανωμένων εμπορικών αντιπροσωπιών και επαγγελματικών σωματίων με πληθυσμό κατά κύριο λόγο ελληνικό. Παράλληλα οι Έλληνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών (γιατροί, δικηγόροι). Αντίθετα το μουσουλμανικό ποσοστό του πληθυσμού υπερτερούσε στον αγροτικό τομέα ως γαιοκτήμονες και καλλιεργητές διαθέτοντας τα αγροτικά προϊόντα τους στη γενικότερη εσωτερική αγορά. ʽʽΤο τοπικό εμπόριο αγροτικών προϊόντων, η βυρσοδεψία, η χαλκουργική αποτελούσαν τους κυριότερους τομείς δραστηριοποίησης του μουσουλμανικού στοιχείουʼʼ, γράφει η Αιμιλία Θεμοπούλου.
Μια τέτοια εξέλιξη οδήγησε σύντομα στην ολοένα και μεγαλύτερη εμφάνιση ξένων ασφαλιστικών εταιριών καθώς και στην ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος της πόλης, ενώ η παράλληλη τεχνολογική βελτίωση συντελούσε στην ολοένα και μεγαλύτερη δυτική διείσδυση. Αποτέλεσμα η δημιουργία των απαιτούμενων συνθηκών που θα συντελούσαν στην εκβιομηχάνιση της πόλης. Πράγματι, η Σμύρνη κατά τις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της περιοχής μετά την Κωνσταντινούπολη με κύριους τομείς ανάπτυξης την ταπητουργία, την παραγωγή και επεξεργασία ειδών διατροφής, τη νηματουργία και την υφαντουργία. Το εργοστάσιο εμφανίστηκε στη Σμύρνη μέσω κυρίως δέκα ανωνύμων εταιριών. Ατμόμυλοι, σαπωνοποιεία, πυρηνελαιουργεία, βυρσοδεψεία, οινοπνευματοποιεία, μηχανουργεία, εργοστάσια παραγωγής λουκουμιών και κουφέτων, εργοστάσια κατασκευής κιβωτίων σταφίδας και άλλες παρόμοιες μορφές εργοστασιακής και εργαστηριακής παραγωγής γνώρισαν γρήγορη ανάπτυξη και διάδοση.
Σημερινή άποψη της Σμύρνης |
Εν τω χρόνο η ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση στο εσωτερικό καθεμίας από τις εθνικοθρησκευτικές κοινότητες οδήγησε σε μια γενική αστική συσσωμάτωση. ʽʽΗ «νέα αστική τάξη» δεν απαρτίζεται, βέβαια, από μεγαλέμπορους, τραπεζίτες και υψηλόβαθμους υπαλλήλους της οθωμανικής κεντρικής εξουσίας, αποτελεί ωστόσο φορέα αλλαγής για μια νέα τάξη πραγμάτων στο οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, στη μεταβατική αυτή περίοδο των κοινωνικών ανακατατάξεων και μεταβολών…Πρόκειται για μια πολυεθνική αστική τάξη που δεν είναι ενιαία, μια και τα μέλη της ανήκουν σε διαφορετικές εθνικοθρησκευτικές ομάδες της πόληςʼʼ. Επακολούθησαν νέες οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές και πολιτισμικές αλλαγές με την εισαγωγή δυτικών νοοτροπιών να αποτελεί τον κανόνα. Βέβαια η επιρροή αυτών των διεργασιών υπήρξε διαφορετική για κάθε εθνικοθρησκευτική ομάδα. Ανεξάρτητα όμως με αυτό, έχουμε την εμφάνιση εκδηλώσεων και χοροσπερίδων, πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων ενώ παράλληλα θα παρατηρηθούν και αλλαγές στο πολεοδομικό ιστό της πόλης τόσο ώστε σύντομα η προκυμαία αποτελούσε ένδειξη του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της πόλης.
Κατά κανόνα η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύεται και από μια αναγέννηση στην παιδεία. Ο νέος πλούτος ωθεί στην ίδρυση νέων σχολών και σχολείων, νέων κτιριακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού, με τους εμπόρους να αποτελούν, μαζί με την εκκλησία, του κύριους χορηγούς της εκπαίδευσης. Πράγματι η Σμύρνη αποτέλεσε ένα από τα νεοφανή εκπαιδευτικά κέντρα της εμποροαστικής μεσογείου που μαζί με τη Χίο και τις Κυδωνίες συνέδεσαν την προκοπή τους με το Διαφωτισμό. Από τον 18ο αιώνα ξεκίνησε να παρατηρείται η διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πνευματικής ηγεσίας που εξέφραζε τόσο τα εθνικά όσο και τα πολιτικά προβλήματα του ελλαδικού χώρου. Η Σμύρνη, που δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις μητροπόλεις του ελληνισμού, αποτέλεσε ειδική περίπτωση του νεοελληνικού Διαφωτισμού ως μια περιοχή όπου σημειώθηκαν έντονες ιδεολογικές εντάσεις και διαμάχες σχετικά με τις προσπάθειες εισδοχής των ευρωπαϊκών ιδεών του 18ου αιώνα. Μονάχα η αναφορά μερικών από των κυρίων εκπροσώπων της πνευματικής αναγέννησης του ελληνικού στοιχείου, όπως αυτά των Α. Κοραή, Κ. Κούμα, Κ. Οικονόμου και Ι. Ι. Σκυλίτση, πιστοποιεί την δικαίωση του χαρακτηρισμού.
Στη Σμύρνη η αύξουσα πορεία της εκπαίδευσης των Ελλήνων είχε αρχίσει ήδη από το 1700. Το 1707, ο Διαμαντής Ρύσιος ιδρύει το ονομαστό «Σχολείον Χριστού», το 1723, η Εκκλησία και ο Πατριάρχης Ανανίας ιδρύουν την περίφημη Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης που υπήρξε και πρότυπο αυτής των Κυδωνιών, ενώ, το 1809, έχουμε την ίδρυση του Φιλολογικού Γυμνασίου υπό την διεύθυνση του Κ. Κούμα. Η εκπαιδευτική μεθοδολογία του Κούμα χαρακτηρίζεται από μια έντονη προσπάθεια διάδοσης των ιδεών των θεωρητικών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Κύριο αντικείμενο μελέτης στο Φιλολογικό Γυμνάσιο υπήρξαν τα κείμενα των Κοντιγιάκ, Καντ, Ρουσσώ, Κάμπε, καθώς και αυτά του χαρακτηριζόμενου γερμανικού ιδεαλισμού παράλληλα με τη διδασκαλία των νεότερων μαθημάτων και των φυσικών επιστημών. ʽʽΣτις παραμονές της Επανάστασης του 1821ʼʼ, γράφει η Ρωξάνη Αργυροπούλου, ʽʽγίνονται συζητήσεις οι οποίες στρέφονται όχι μόνο γύρω από τα παιδαγωγικά πρότυπα του Διαφωτισμού, αλλά και ευρύτερα, για τις σχέσεις μεταξύ παιδείας και εξουσίας, ελευθερίας και ισότητας, παράδοσης και ανανέωσης, ιστορίας και πατριωτισμούʼʼ.
Η πνευματική αυτή ανάπτυξη δεν περιορίστηκε μονάχα στο ελληνικό παράδειγμα. Υπό το πρίσμα του εκσυγχρονισμού παρατηρείται η εξέλιξη της εκπαίδευσης σε όλες τις εθνικοθρησκευτικές ομάδες της πόλης. Παρόλα αυτά οι ελληνική κοινότητα πρωτοστατεί. Πράγματι, στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι Έλληνες συγκριτικά με τις υπόλοιπες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό σε αριθμό σχολείων. ʽʽΣτη Σμύρνηʼʼ, τονίζει η Αιμιλία Θεμοπούλου, ʽʽκαι την ευρύτερη περιοχή της υπάρχουν περίπου 94 ελληνικά σχολεία, όπου φοιτούν συνολικά 14.000 μαθητές. Υπάρχουν επίσης 47 μουσουλμανικά σχολεία με 5.630 μαθητές, ενώ ο αριθμός των Εβραίων μαθητών ανέρχεται σε 3.000ʼʼ , και όλα αυτά, σε μια περίοδο όπου η πόλη αριθμούσε περίπου 400.000 κατοίκους από τους οποίους 155.000 ήταν Έλληνες, 150.000 μουσουλμάνοι, 30.000 Εβραίοι, 25.000 Αρμένιοι και 20.000 Ευρωπαίοι. Απόδειξη της γενικότερης πνευματικής αναγέννησης που συντελούνταν στη Σμύρνη αποτελεί επίσης και η σημαντική ανάπτυξη του Τύπου. Στις αρχές του 20ου αιώνα η πόλη αριθμεί 35 τυπογραφεία με την ελληνική εκδοτική δραστηριότητα να παρουσιάζει εξαιρετική ανάπτυξη με εκδόσεις εφημερίδων, περιοδικών και έργων της δυτικής γραμματείας.
(author KYM)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου