EL CID |
Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντιάθ δε Βιβάρ (ισπ. Rodrigo ή Ruy Díaz de Vivar) (Βιβάρ περ. 1040 –Βαλένθια 10 Ιουλίου 1099) γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ ήταν Καστιλλιανός αριστοκράτης, στρατιωτικός και πολιτικός. Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.
Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
Ροδρίγο γεννήθηκε μεταξύ 1040 και 1045 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργκος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίστηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador). Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Λιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπανταχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.
Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργκος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορτόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.
Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορτόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορτόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορτόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).
Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερένγκερ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερένγκερ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίντε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγκράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπανταχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορτόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.
To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει τη άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγκο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγκο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.
Ο Ροδρίγο Ντιάθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργκος.
Tizona |
Tizona είναι το όνομα του σπαθιού που κρατούσε ο El Cid και είχε χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των Μαυριτανών στην Ισπανία.
Σύμφωνα με το Cantar de mio Cid Το όνομα του μεταφράζεται σε φλεγόμενο ραβδί.
Colada |
Colada είναι το δεύτερο γνωστότερο σπαθί του El Cid.
Σύμφωνα με τον Σεμπαστιάν ντε Covarrubias, Colada σημαίνει σαφώς ένα σπαθί που κατασκευάζεται από "Acero colado", μια διαδικασία από κράμα χάλυβα, χωρίς προσμίξεις.
Ένα πολύ γνωστό μύθο για το Cid περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τον απέκτησε.Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, ο νονός του Rodrigo, Pedro El Grande, ήταν μοναχός σε μοναστήρι.
Όταν ο El Cid ήταν σε ηλικία να διαλέξει το δώρο του η επιλογή του ήταν ενός αλόγου από ένα κοπάδι της Ανδαλουσίας. El Cid πήρε ένα άλογο που ο νονός του πίστευε ότι ήταν αδύναμο, μια κακή επιλογή, με αποτέλεσμα ο μοναχός να αναφωνήσει "Babieca!" (χαζέ!) Ως εκ τούτου, έτσι πήρε το όνομα του αλόγου του El Cid.
Ένας άλλος μύθος λέει ότι σε ένα διαγωνισμό για την ανάδειξη του "πρωταθλητή"(campeador) του βασιλιά Σαντσο,ένας ιππότης προκάλεσε τον Cid.Ο βασιλιάς επιθυμούσε ένα δίκαιο αγώνα και έτσι έδωσε στον Cid το καλύτερο του άλογο,τον Babieca ή Bavieca.Αυτός ο μύθος υποστηρίζει ότι ο Babieca μεγάλωσε στους βασιλικούς στάβλους της Σεβίλης και ήταν ένα άρτια εκπαιδευμένο πολεμικό άλογο όχι ένα χαζό πουλάρι.
Πιθανόν να πήρε το όνομα του από το τόπο καταγωγής του,την περιοχή Babia στην Leon της Ισπανίας.
Στο ποίημα Carmen Campidoctoris,ο Babieca φαίνεται να είναι δώρο στον Cid από κάποιο βάρβαρο άρα το όνομα είναι παράφραση του ονόματος Barbieca δηλαδη το άλογο ενός βάρβαρου.