Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

EL CID


EL CID
Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντιάθ δε Βιβάρ (ισπ. Rodrigo ή Ruy Díaz de Vivar) (Βιβάρ περ. 1040 –Βαλένθια 10 Ιουλίου 1099) γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ ήταν Καστιλλιανός αριστοκράτης, στρατιωτικός και πολιτικός. Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.
Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη  «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
 Ροδρίγο  γεννήθηκε μεταξύ 1040 και 1045 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργκος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίστηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador). Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Λιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπανταχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.


Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργκος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορτόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.

Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορτόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορτόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορτόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).


Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερένγκερ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερένγκερ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίντε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγκράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπανταχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορτόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.
Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.


To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει τη άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγκο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγκο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.
Ο Ροδρίγο Ντιάθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργκος.

Tizona


Tizona είναι το όνομα του σπαθιού που κρατούσε ο  El Cid και είχε χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των Μαυριτανών στην Ισπανία.
Σύμφωνα με το Cantar de mio Cid  Το όνομα του μεταφράζεται σε φλεγόμενο ραβδί.




Colada

Colada είναι το δεύτερο γνωστότερο σπαθί του El Cid.
Σύμφωνα με τον Σεμπαστιάν ντε CovarrubiasColada σημαίνει σαφώς ένα σπαθί που κατασκευάζεται από "Acero colado", μια διαδικασία από κράμα χάλυβα, χωρίς προσμίξεις.




Babieca
 ή Bavieca ήταν το πολεμικό άλογο του El Cid.Πολλές ιστορίες υπάρχουν σχετικά με τον Cid και τον Babieca
Ένα πολύ γνωστό μύθο για το Cid περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τον απέκτησε.Σύμφωνα με αυτή την ιστορίαο νονός του RodrigoPedro El Grandeήταν μοναχός σε μοναστήρι.
Όταν ο El Cid ήταν σε ηλικία να διαλέξει το δώρο του η επιλογή του ήταν ενός αλόγου από ένα κοπάδι της ΑνδαλουσίαςEl Cid πήρε ένα άλογο που ο νονός του πίστευε ότι ήταν αδύναμο, μια κακή επιλογή, με αποτέλεσμα ο μοναχός να αναφωνήσει "Babieca!" (χαζέ!) Ως εκ τούτου, έτσι πήρε το όνομα του αλόγου του El Cid. 

Ένας άλλος μύθος λέει ότι σε ένα διαγωνισμό για την ανάδειξη του "πρωταθλητή"(campeador) του βασιλιά Σαντσο,ένας ιππότης προκάλεσε τον Cid.Ο βασιλιάς επιθυμούσε ένα δίκαιο αγώνα και έτσι έδωσε στον Cid το καλύτερο του άλογο,τον Babieca ή Bavieca.Αυτός ο μύθος υποστηρίζει ότι ο Babieca μεγάλωσε στους βασιλικούς στάβλους της Σεβίλης και ήταν ένα άρτια εκπαιδευμένο πολεμικό άλογο όχι ένα χαζό πουλάρι.

Πιθανόν να πήρε το όνομα του από το τόπο καταγωγής του,την περιοχή Babia στην Leon της Ισπανίας.
Στο ποίημα Carmen Campidoctoris,ο Babieca φαίνεται να είναι δώρο στον Cid από κάποιο βάρβαρο άρα το όνομα είναι παράφραση του ονόματος Barbieca δηλαδη το άλογο ενός βάρβαρου.


 Ανεξάρτητα από που πήρε το όνομα του, ο Babieca έγινε ένα μεγάλο πολεμικό άλογοδιάσημο στους Χριστιανούς,και φόβος στους εχθρούς του El Cid.Αγαπήθηκε από τον Cidο οποίος φέρεται να ζήτησε ο Babieca να θαφτεί μαζί του στο μοναστήρι του San Pedro de Cardeña.



Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Κλάους φον Στάουφενμπεργκ

Ο Κλάους Φίλιπ Μαρία Σενκ Κόμης του Στάουφενμπεργκ (Claus Philipp Maria Schenk Graf von Stauffenberg) ήταν αξιωματικός του Γερμανικού Στρατού (Βέρμαχτ), αριστοκρατικής καταγωγής και ο αποφασιστικός μοχλός της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου 1944, η οποία απέβλεπε στη δολοφονία του Αδόλφου Χίτλερ και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία
.Ο Κλάους ήταν ο τρίτος γιός του κόμητα Άλφρεντ φον Στάουφενμπεργκ και της κόμισσας Καρολίν φον Ίξκιλ-Γκίλερμπαντ (von Üxküll-Gyllenband). Γεννήθηκε στο κάστρο Γκρίφστάιν (Griefstein) του Γιέτινγκεν (Jettingen) της Σουαβίας, το πατρογονικό της οικογένειας Στάουφενμπεργκ, μεταξύ Ουλμ και Άουγκσμπουργκ. Η οικογένεια Στάουφενμπεργκ είναι μια από τις παλαιότερες και πλέον διακεκριμένες αριστοκρατικές - και Ρωμαιοκαθολικές το θρήσκευμα - οικογένειες της Γερμανίας.

Ο Στρατάρχης Άουγκουστ φον Γκνάιζεναου

Ανάμεσα στους διακεκριμένους προγόνους του Κλάους (από την πλευρά της μητέρας του) ήταν ο Στρατάρχης Άουγκουστ φον Γκνάιζεναου (August von Gneisenau). Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του, Μπέρτολντ και Αλεξάντερ) ήταν δίδυμοι και ο Κλάους είχε επίσης δίδυμο αδελφό, ο οποίος, όμως, πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του.
Όπως και για τους μεγαλύτερους αδελφούς του, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη μόρφωση του νεαρού Κλάους. Ο αρχικός του προσανατολισμός ήταν η φιλολογία και οι Καλές Τέχνες. Το 1926 οι αδελφοί Στάουφενμπεργκ γνώρισαν τον Γερμανό ποιητή Στέφαν Γκέοργκε (Stefan George) και εντάχθηκαν στον κύκλο του (γνωστό ως Georgekreis). Από τον κύκλο αυτόν αναδείχθηκαν αργότερα τα κυριότερα μέλη της αντίστασης απέναντι στο Ναζιστικό καθεστώς. Ο Γκέοργκε αφιέρωσε, το 1928, δύο από τα σημαντικότερα έργα του, τα Das neue Reich("Η νέα Αυτοκρατορία") και Geheimes Deutschland ("μυστική Γερμανία") στον αδελφό του Κλάους, Μπέρτχολντ. Ωστόσο, ο Κλάους ήδη από τότε είχε στραφεί σε στρατιωτική καριέρα, αρχικά εντασσόμενος στην παραδοσιακή μονάδα της οικογενείας του (17ο Σύνταγμα Ιππικού) στη Βαμβέργη. Ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του σπουδές και ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός το 1930. Συνέχισε με τη μελέτη των σύγχρονων όπλων στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου-Μοαμπίτ (Kriegsakademie Berlin-Moabit), ωστόσο συνέχισε να είναι προσηλωμένος στα άλογα, παρά τη μηχανοποίηση του στρατού. Το άλογο, εξάλλου, ήταν σημαντικό μεταφορικό μέσο καθ' όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1938 η μονάδα του εντάχθηκε στην 1η Ελαφρά Μεραρχία υπό τον στρατηγό Έριχ Χέπνερ (Erich Hopner). Ο στρατηγός Χέπνερ είχε εμπλακεί στη συνωμοσία του Σεπτεμβρίου του 1938, η οποία απέτυχε επειδή ο Χίτλερ είχε πετύχει σημαντικά για τη Γερμανία αποτελέσματα στο Μόναχο, όπου συνάντησε Βρετανούς και Γάλλους και υπογράφοντας τη Συνθήκη του Μονάχου. Η μονάδα του Στάουφενμπεργκ μετακινήθηκε στη Σουδητία (Sudetenland), τμήμα που αποσπάσθηκε από την Τσεχοσλοβακία επειδή είχε γερμανόφωνο πληθυσμό και αποδόθηκε στη Γερμανία με τη Συνθήκη του Μονάχου.
Ο ποιητής Στέφαν Γκέοργκε
Ο Κλάους προερχόταν από οικογένεια Καθολικών και η στάση του καθεστώτος απέναντι στους Καθολικούς ήταν μόλις και μετά βίας ανεκτική: Αν και είχε συναφθεί μια συμφωνία μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Κράτους (Reichskonkordat), το 1933, η ναζιστική κυβέρνηση την παραβίασε κατ' επανάληψη, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των Καθολικών επισκόπων και την παπική βούλα "Mit brennender Sorge"(=Μετ' εμπύρου λύπης) το 1937 . Σε αυτήν ο Πάπας Πίος ο XI ασκούσε ανοικτά κριτική στο Ναζιστικό καθεστώς. Ο νεαρός Κλάους δεν είχε επιδείξει, ως τότε, ιδιαίτερη συμπάθεια προς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, ωστόσο αυτή η παπική βούλα αύξησε την εχθρότητά του προς αυτό.
Με την έναρξη του Πολέμου το Σύνταγμα του Στάουφενμπεργκ έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Πολωνίας το 1939. Εκεί ο Κλάους, ενώ αρχικά είχε εκφραστεί υπέρ της εκστρατείας και του αποικισμού της Πολωνίας από τη Γερμανία, είδε να διαπράττονται ωμότητες από ορισμένες γερμανικές μονάδες και, φυσικά, από τα SS. Αυτό κλόνισε ακόμη περισσότερο τις πεποιθήσεις που είχε αρχικά σχηματίσει σχετικά με τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη, τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο μόνον ως προς τις εθνικιστικές απόψεις τους. Είχε, όμως, έντονες διαφωνίες και ως προς τα υπόλοιπα σημεία τους και ως προς την πρακτική εφαρμογή τους, την οποία είχε αρχίσει να διαπιστώνει ήδη από το 1938, όταν έγινε σαφέστατα αντιληπτό από ολόκληρο τον Γερμανικό λαό η ρατσιστική πολιτική του καθεστώτος, με αποκορύφωμα την Νύχτα των Κρυστάλλων. Ωστόσο, ως στρατιώτης, συνέχισε την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων του.
Η νύχτα των κρυστάλλων
Μετά την εκστρατεία της Πολωνίας, η μονάδα στην οποία υπηρετούσε προσαρτήθηκε στην 6η Μεραρχία Θωρακισμένων και ο Στάουφενμπεργκ έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας. Όπως πολλοί γερμανοί αξιωματικοί (και όχι μόνον) και αυτός εντυπωσιάστηκε από τις εκπληκτικές επιτυχίες της Βέρμαχτ, οι οποίες, μέσω της προπαγάνδας, αποδίδονταν στον ίδιο τον Φύρερ. Στην εκστρατεία αυτή ο Στάουφενμπεργκ τιμήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Α' τάξης.
Στο διάστημα που ακολούθησε ο Στάουφενμπεργκ τοποθετήθηκε στο τμήμα Οργάνωσης της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού (Oberkommando des Heeres), η οποία οργάνωνε την εκστρατεία στην Ρωσία. Πριν την έναρξή της, ο Χίτλερ εξέδωσε την διαταγή "Kommisarbefehl", με την οποία διατάσσονταν τα γερμανικά στρατεύματα να εκτελούν επί τόπου τους πολιτικούς κομισσάριους του Ερυθρού Στρατού, μη θεωρώντας τους αιχμαλώτους πολέμου (Komissarbefehl). Ο Στάουφενμπεργκ, όπως και η πλειοψηφία των ανώτατων αξιωματικών, ήταν σφοδρά αντίθετος και με το πνεύμα και με το γράμμα αυτής της διαταγής, όπως όλοι, όμως, δεσμευόταν από τον όρκο πίστεως στον Φύρερ.
Με την εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ, ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ εδραίωσε την πεποίθησή του ότι στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση υπήρχε σημαντική ανεπάρκεια, καθώς οι διαταγές που εκπορεύονταν από αυτήν ήταν από ανορθόδοξες έως ανεφάρμοστες. Αυτό οφειλόταν στο ότι ο Χίτλερ από το τέλος του 1941 είχε "παροπλίσει" τους Μπράουχιτς και Χάλντερ και είχε αναλάβει ο ίδιος την Ανωτάτη Διοίκηση. Παράλληλα, οι ωμότητες και οι βιαιοπραγίες τόσο κατά των Εβραίων όσο και κατά των αιχμαλώτων πολέμου προκαλούσαν αηδία στον νεαρό αξιωματικό. Όλα αυτά τον ώθησαν να έρθει σε άμεση επαφή (1942) με το αντιστασιακό κίνημα που είχαν αναπτύξει ορισμένοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, της μόνης ουσιαστικά δύναμης που είχε τη δυνατότητα να αποφεύγει τα τρομοκρατικά και αστυνομικά όργανα του Ναζιστικού καθεστώτος. Παράλληλα, έχοντας ως στόχο την καλύτερη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου, υπέδειξε την δημιουργία μάχιμων μονάδων στελεχωμένων από αυτούς και προκάλεσε την έκδοση σχετικής διαταγής για την ορθή μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου από την ομάδα Στρατιών Α. Ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ δεν έχει ακόμη σχηματίσει την ιδέα μιας βίαιης ανατροπής του δικτάτορα - ο Χίτλερ, την εποχή αυτή, βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του. Οι αδελφοί του, όμως, Μπέρτολντ και Κλάους βρίσκονται ήδη σε επαφή με πρώην αξιωματικούς, τους οποίους ο Φύρερ έχει βίαια αποπέμψει, όπως ο Χαίπνερ και ο Μπεκ, ενώ διατηρούν επαφές και με σοσιαλιστές πολιτικούς, όπως ο Γιούλιους Λέμπερ (Julius Leber).
Ο σοσιαλιστής πολιτικός Γιούλιους
Λέμπερ κατά την διάρκεια
της δίκης του
To 1943 ο Στάουφενμπεργκ προάγεται σε αντισυνταγματάρχη και αποστέλλεται στην Αφρική ως Πρώτος Αξιωματικός του Επιτελείου της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων (μέρους του Άφρικα Κορπ). Στις 7 Απριλίου και ενώ ο νεαρός αξιωματικός εκτελεί αναγνώριση του εδάφους, το όχημά του υφίσταται επίθεση από αέρος και εισέρχεται σε ναρκοπέδιο. Το όχημα καταστρέφεται και ο Στάουφενμπεργκ τραυματίζεται σοβαρά. Μεταφέρεται στο Μόναχο, όπου νοσηλεύεται επί τρίμηνο στο Νοσοκομείο, χάνοντας, τελικά, το αριστερό του μάτι, τον δεξιό του βραχίονα και δύο δάκτυλα από το αριστερό του χέρι. Αντιμετωπίζει με χιούμορ τον ακρωτηριασμό του, λέγοντας χαμογελαστά στους φίλους του ότι "ποτέ δεν ήξερε τι να κάνει τόσα πολλά δάκτυλα που διέθετε". Φυσικά, παρασημοφορείται με το Χρυσό Μετάλλιο Τραυματιών Πολέμου (14 Απριλίου 1943) και με τον Χρυσό Σταυρό Ανδρείας (8 Μαίου 1943).
Στο Νοσοκομείο, όμως, έχει τον απαιτούμενο χρόνο να σκεφθεί την κατάσταση με ησυχία και χωρίς περισπασμούς και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Χίτλερ οδηγεί την πατρίδα του σε καταστροφή, και να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε απέναντί του με τον όρκο πίστης σε αυτόν. Αποφασίζει την ένταξή του στην αντιστασιακή ομάδα, για την ύπαρξη της οποίας είναι ήδη ενήμερος. Το πρόβλημά του τώρα είναι η επανένταξή του στον Στρατό. Κάνει αίτηση επανόδου και καταφέρνει να πείσει το αρμόδιο συμβούλιο ότι μπορεί να ασκήσει καθήκοντα αξιωματικού εν εφεδρεία. Τους λέγει ότι έμαθε να γράφει με τα τρία δάκτυλα που του απέμειναν, ότι έτσι αποδεσμεύει έναν αρτιμελή αξιωματικό για το μέτωπο και, τελικά, επανεντάσσεται στο Στρατό και τοποθετείται στις Εσωτερικές Δυνάμεις (Ersatzheer) στο Βερολίνο (οδός Bentlerstrasse, σήμερα φέρει το όνομά του, Stauffenbergstrasse).Ο Στρατηγός Χένινγκ φον Τρέσκοβ (Henning von Treskow) φροντίζει για την εκεί τοποθέτησή του, με ανώτερό του τον Στρατηγό Φρίντριχ Όλμπριχτ, από τα πλέον ενεργά μέλη του αντιστασιακού κινήματος της Βέρμαχτ.
Ο στρατηγός Χένινγκ φον Τρέσκοβ
Η συνωμοσία για την δολοφονία του Χίτλερ δεν είναι πρόσφατη υπόθεση: Έχει αρχίσει λίγο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με οργανωτή και κύριο μοχλό της τον αποπεμφθέντα στρατηγό Λούντβιχ Μπεκ. Ωστόσο, οφείλουν όλοι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς τα αστυνομικά - τρομοκρατικά όργανα του καθεστώτος έχουν αυτιά και μάτια παντού. Στην συνωμοσία αυτή συμμετέχουν αρχικά ελάχιστοι, στρατιωτικοί κυρίως, και ακόμη πιο λίγοι πολίτες. Συν τω χρόνω, όμως, ο κύκλος αυτός διευρύνεται.
Χρυσή ευκαιρία παρουσιάζεται στους συνωμότες όταν ο Χίτλερ αποφασίζει μια από τις πολύ σπάνιες μεταβάσεις του στο Ανατολικό μέτωπο, τον Μάρτιο του 1943, στο Χάρκοβο. Προσεκτικά κατασκευασμένος εκρηκτικός μηχανισμός (βρετανικής προέλευσης) έχει μετατραπεί στο σχήμα δύο φιαλών κονιάκ. Για τον φόβο εντοπισμού (αλλά και δυσλειτουργίας) δεν υπάρχει ωρολογιακός πυροδοτικός μηχανισμός: Αυτός αποτελείται από έναν επικρουστήρα, ο οποίος συγκρατείται από λεπτό μεταλλικό σύρμα, κλεισμένο σε υδατοστεγή θήκη. Στην ίδια θήκη υπάρχει ένα μικρό φιαλίδιο με ισχυρό οξύ. Θραύοντας το φιαλίδιο, το οξύ διαβρώνει το σύρμα συγκράτησης του επικρουστήρα, ο οποίος, πέφτοντας επάνω στο καψύλιο, προκαλεί την έκρηξη. Ο Στρατηγός Τρέσκοβ, που υπηρετεί ως επιτελικός αξιωματικός στην Ομάδα στρατιών Κέντρου (Heeresgruppe Mitte) προσπαθεί να μυήσει στην συνωμοσία τον Διοικητή της, Στρατάρχη Γκίντερ φον Κλούγκε. Αυτός απαντά ότι η στρατιωτική κατάσταση στο μέτωπο δεν είναι τόσο απελπιστική, ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια ενέργεια. Ο Τρέσκοβ και ο υπασπιστής του Φάμπιαν φον Σλάμπρεντορφ παίρνουν απόφαση να προσπαθήσουν χωρίς την υποστήριξη του φον Κλούγκε, ο οποίος, ωστόσο, κρατά κλειστό το στόμα του και δεν αποκαλύπτει πουθενά τις προθέσεις των υφισταμένων του. Ο Σλάμπρεντορφ δίνει σε ένα Συνταγματάρχη της φρουράς του Χίτλερ το δέμα - βόμβα, ζητώντας του να το παραδώσει στον Στρατηγό Χέλμουτ Στιφ (Helmuth Stief) "ως δώρο από τον Στρατηγό Τρέσκοβ". Αυτός, ανυποψίαστος, παραλαμβάνει το δέμα και ανεβαίνει στο αεροσκάφος του Φύρερ. Με αγωνία περιμένουν το αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι το αναμενόμενο: Δυο ώρες αργότερα ο Φύρερ προσγειώνεται σώος στο Μινσκ. Ο Σλάμπρεντορφ σπεύδει στο Βερολίνο και παραλαμβάνει ο ίδιος το δέμα-βόμβα, πριν παραδοθεί. Το ανοίγει και, εξετάζοντάς το, διαπιστώνει την σωστή λειτουργία του μηχανισμού και την ανεπάρκεια του καψυλίου, που δεν εξερράγη με το κτύπημα του επικρουστήρα.
Μια πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη απόπειρα επρόκειτο να γίνει το 1944, όταν ο Φύρερ θα επιθεωρούσε τις νέες στολές του στρατεύματος: Ο χώρος επίδειξης (και οι στολές) καταστράφηκαν μερικές ώρες πριν την επίσκεψη, από αεροπορικό βομβαρδισμό.
Φρίντριχ Φρομ
Η υπηρεσία που βρίσκεται ο Στάουφενμπεργκ είναι ιδανική για τους συνωμότες: Ένα από τα σχέδια που οφείλει να υλοποιήσει είναι η "Επιχείρηση Βαλκυρία", επιχείρηση που έχει την έγκριση του ίδιου του Φύρερ: Πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο του Κράτους σε περίπτωση που εσωτερικές ταραχές θα έκαναν αδύνατες τις επικοινωνίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης. Το ίδιο σχέδιο τροποποιείται από τους συνωμότες με τον ακριβώς αντίθετο στόχο: Την δολοφονία του Χίτλερ. Πέντε απόπειρες έχουν γίνει και όλες ματαιώθηκαν, επειδή το πρόγραμμα του Χίτλερ ήταν ολοσχερώς ακανόνιστο, είτε γιατί μια μυστηριώδης καλοτυχία τον προστάτευε.
Την τελευταία ευκαιρία των συνωμοτών αναλαμβάνει να υλοποιήσει και πάλι ο Στάουφενμπεργκ. Στις 20 Ιουλίου 1944, ο νεαρός Συνταγματάρχης φθάνει στο Ράστενμπουργκ, καταφέρνει να βάλει την βόμβα (υπό μορφή χαρτοφύλακα) στο δωμάτιο του Χίτλερ και να βγει απαρατήρητος. Μια ακόμη, όχι οπλισμένη, βόμβα της ίδιας μορφής, βρίσκεται στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του. Περιμένει λίγο, ακούει την έκρηξη της βόμβας και καταφέρνει να διαφύγει, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου η "Βαλκυρία" τίθεται σε εφαρμογή. Δυστυχώς, ο Χίτλερ, προστατευόμενος από ένα βαρύ τραπέζι και το σώμα του στρατιώτη που στεκόταν δίπλα του, βγαίνει με μερικές αμυχές και μια ρήξη τυμπάνου από το μικρό δωμάτιο συσκέψεων. Ο Βίλχελμ Κάιτελ συσχετίζει την εξαφάνιση του Στάουφενμπεργκ με την βόμβα και, ενεργώντας ταχύτατα, τηλεφωνεί στον επικεφαλής της Υπηρεσίας του Στάουφενμπεργκ Στρατηγό Φρίντριχ Φρομ. Αυτός, επίσης με ταχύτατες ενέργειες, συλλαμβάνει όποιους συνωμότες βρίσκει: τον Στάουφενμπεργκ, τον Στρατηγό Όλμπριχτ, τον Υπολοχαγό φον Χέφτεν και τον Συνταγματάρχη Άλμπρεχτ Μερτς φον Κίρνχαϊμ.
Λούντβιχ Μπεκ
Έρβιν φον Βίτσλέμπεν
Βέρνερ φον Χέφτεν



Συγκροτεί βιαστικά ένα Στρατοδικείο και μετά από πέντε λεπτών διαδικασία οι κρατούμενοι κρίνονται ένοχοι και ο Φρομ διατάσσει την εκτέλεσή τους. Εκτελούνται κάτω από το φως φανών αυτοκινήτου την νύκτα της 21ης Ιουλίου. Τελευταία λόγια του Στάουφενμπεργκ ήταν "Es lebe unser heiliges Deutschland!" ("Ζήτω η αγία Γερμανία μας!"). Η βιασύνη του Φρομ εξηγείται επειδή απλά ήταν και ο ίδιος έμμεσα συμμέτοχος στη συνωμοσία: Χωρίς να έχει αναλάβει ενεργό ρόλο, την γνώριζε και την κάλυπτε. Γνώριζε, επίσης, ότι επρόκειτο να αναλάβει την ηγεσία του Στρατού μετά την απόπειρα μαζί με τους Λούντβιχ Μπεκ (Ludwig Beck) και Έρβιν φον Βίτσλέμπεν (Erwin von Witzleben). Σήμερα στο σημείο εκτέλεσης στο κτίριο της Bendlerstrasse (Επιτελείο Στρατού), υπάρχει ένα μικρό μνημείο, ενώ το κτίριο του Bendlerblock αποτελεί το μνημείο της Γερμανικής Αντίστασης κατά του Χίτλερ.Αναφέρεται, ωστόσο, ότι την επόμενη μέρα οι άνδρες των SS ξέθαψαν το πτώμα του (ο Φρομ είχε διατάξει να κηδευθούν με όλες τις στρατιωτικές τιμές στον περίβολο του Αγίου Ματθαίου του προαστίου Σένεμπεργκ (Schöneberg) του Βερολίνου), αφαίρεσαν όλα του τα μετάλλια και παράσημα, το αποτέφρωσαν και σκόρπισαν τις στάχτες.

Το μνημείο στο σημείο της
εκτέλεσης του Σταουφενμπεργκ 

Κάποιοι ερευνητές διατείνονται ότι, αν ο Στάουφενμπεργκ είχε τοποθετήσει σε διαφορετικό σημείο τον χαρτοφύλακα με την βόμβα (όχι τόσο κοντά στο χοντρό πόδι του δρύινου τραπεζιού), το ωστικό κύμα της βόμβας θα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, σκοτώνοντας τον Χίτλερ. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί όσοι βρίσκονταν κοντά στον Χίτλερ με την έκρηξη της βόμβας είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίσθηκαν πολύ σοβαρά. Η μόνη εξήγηση του ελαφρού τραυματισμού του Χίτλερ (έσπασε το τύμπανο σε ένα από τα αυτιά του και τραυματίσθηκε ελαφρά στον ώμο) βρίσκεται στην προστασία του από το δρύινο τραπέζι.
Διατείνονται, επίσης, ότι αν ο Στάουφενμπεργκ είχε φέρει μαζί του και την δεύτερη βόμβα (την είχε αφήσει στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του) έστω και όχι οπλισμένη, η έκρηξη της πρώτης θα πυροδοτούσε και την δεύτερη, με αποτέλεσμα να μην μείνει κανείς ζωντανός στο Καταφύγιο. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων δυνατόν, καθώς ο Στάουφενμπεργκ ήταν πλέον μονόχειρ και δεν θα του ήταν δυνατό να μεταφέρει δύο χαρτοφύλακες με ένα - ακρωτηριασμένο - χέρι.
Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ στο καταφύγιο μετά την έκρηξη 
Σκληρά αντίποινα περιμένουν και ολόκληρη την οικογένεια Στάουφενμπεργκ: Συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα της τα μέλη (μεταξύ των οποίων και τα τρία ανήλικα παιδιά του Κλάους) και ο Φύρερ διατάσσει την εξάλειψη του ονόματος αυτού "από όλα τα ληξιαρχεία του Ράιχ". Μερικές ώρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ διατείνεται ότι ήταν η θεία Πρόνοια που τον εφύλαξε.


Ο αδερφός του Στάουφενμπεργκ,
Μπέρτχολντ κατά την δίκη του
Ο αδελφός του Κλάους, Μπέρτχολντ, συνελήφθη επίσης και στις 10 Αυγούστου προσήχθη σε δίκη ενώπιον "λαϊκού δικαστηρίου" (Volksgerichtshof) μαζί με άλλους επτά συνωμότες (μεταξύ των οποίων και ο Στρατάρχης Βιτσλέμπεν). Το λαϊκό αυτό δικαστήριο (πρόεδρος του οποίου ήταν ο Ρόλαντ Φράισλερ (Roland Freisler)) είχε συγκροτηθεί κατ΄εντολή του Χίτλερ ειδικά για τους συμμετέχοντες στην εναντίον του απόπειρα. Όλοι - και ο Μπέρτχολντ - καταδικάζονται σε αργό μαρτυρικό θάνατο, καθώς τους κρεμούν από χορδές πιάνου στη φυλακή του Πλέτσενζέε (Plötzensee) του Βερολίνου, την ίδια ημέρα. Αρκετές εκατοντάδες συμμετέχοντες ή γνώστες της συνωμοσίας επίσης συλλαμβάνονται και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.



Ο Στάουφενμπεργκ με τα παιδιά του

Η σύζυγος του Κλάους, Νίνα (πατρικό όνομα Nina Freiin von Lerchenfeld), με την οποία είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ήταν έγκυος. Αδιαφορώντας γι' αυτό, την κλείνουν στο Στρατόπεδο του Στούτχοφ, όπου και γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, η Κοστάντσε (Kostanze). Τα υπόλοιπα παιδιά τους, Μπέρτχολντ, Χάιμεραν, Φραντς-Λούντβιχ και Βάλερι υποχρεώνονται σε κατ' οίκον περιορισμό, χωρίς να τους ανακοινωθεί γιατί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα υποχρεώνουν, επίσης, να αλλάξουν το επώνυμό τους, καθώς με εντολή του Χίτλερ, το όνομα Στάουφενμπεργκ είναι πλέον μη αποδεκτό σε όλο το Ράιχ. Η Νίνα απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 92 ετών. Ο Μπέρτχολντ έγινε Στρατηγός του Δυτικογερμανικού Στρατού ενώ ο Φραντς-Λούντβιχ διετέλεσε βουλευτής τόσο στο Γερμανικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο Γκέρινγκ με άλλους αξιωματικούς ανάμεσα στα χαλάσματα

Η φυλακή Πλέτσενζέε σήμερα


Το δωμάτιο στις φυλακές Πλέτσενζέε όπου έγιναν οι εκτελέσεις













Οι Ασασίνοι

Οι Ασασίνοι υπήρξε τάγμα Νιζαρί Ισμαηλιτών περίπου από το 1092 μέχρι το 1265. Δεν είναι γνωστές οι ακριβείς θρησκευτικές τους δοξασίες, αλλά είναι βέβαιο ότι είχαν τυφλή υπακοή στον αρχηγό τους. Κύρια προπύργιά τους υπήρχαν στην Περσία και τη Συρία, ενώ ήταν κύριοι εχθροί των Σουνιτών ηγεμόνων, τους οποίους θεωρούσαν εχθρούς χειρότερους και από τους χριστιανούς Σταυροφόρους.

Ο όρος "ασασίνοι" (αγγλ. assassins) προήλθε από παραφθορά της λέξης "χασασίν" ή "χασισίν", δηλαδή "αυτός που τρώει χασίς",από τους Σταυροφόρους.Οι δολοφόνοι εκτελούσαν τις πράξεις τους υπό την επήρεια χασισιού, το οποίο τους δινόταν, ως μια πρόγευση για τις απολαύσεις που θα γεύονταν στους ουράνιους κήπους, που περιγράφει το Κοράνιο, μετά την εκτέλεση της αποστολής τους.Στις λατινογενείς γλώσσες και στα αγγλικά, από την παραφθορά του όρου, προήλθαν οι λέξεις για το "δολοφόνο".

Ο Ιδρυτής του τάγματος Χασάν-ι-Σαμπάχ
Ιδρυτής του τάγματος ήταν ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, άνθρωπος με εντυπωσιακή καλλιέργεια και ανελέητο χαρακτήρα. Απογοητευμένος από ευνουχισμό του σιιτικού κινήματος από τους Φατιμίδες χαλίφες της Αιγύπτου, ίδρυσε το τάγμα, με σκοπό την προώθηση της υπόθεσης των σιιτών με τα υπάρχοντα μέσα. Συγκρότησε ένα μικρό στρατό από φανατικούς οπαδούς, με στόχο την εξαπόλυση μιας τρομοκρατικής εκστρατείας κατά των Σουνιτών Σελτζούκων, τους οποίους και θεωρούσε τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του σιισμού. Τα μέλη του τάγματος, που ανέλαβαν να εκτελούν πολιτικές δολοφονίες, ονομάστηκαν "αυτοθυσιαζόμενοι".
Το 1090 οι Ασασίνοι κατέλαβαν το φρούριο Αλαμούτ, στα όρη Ελμπούρζ, νότια της Κασπίας Θάλασσας, το οποίο έγινε κύριο ορμητήριό τους. Δύο χρόνια αργότερα είχαν το πρώτο σπουδαίο θύμα τους: τον ισχυρό Σελτζούκο βεζίρη Νιζάμ αλ-Μουλκ.
Στις αρχές του 12ου αιώνα, οι Ασασίνοι εγκαταστάθηκαν σε κάστρα ανάμεσα στους λόφους της βόρειας Συρίας, όπου και είχαν την υποστήριξη της τοπικής σιιτικής μειονότητας. Η ύπαρξή τους έγινε γνωστή στους Σταυροφόρους το 1103, όταν ο άρχοντας της συριακής Έμεσας μαχαιρώθηκε καθώς αποχωρούσε από τέμενος της πόλης.
Οι χριστιανοί ηγεμόνες θεωρούσαν τους Ασασίνους θανάσιμη απειλή, αλλά και ενδεχόμενο σύμμαχο. Ωστόσο, για να διαφυλάξουν τη ζωή τους, πλήρωναν ετήσιο φόρο στους Ασασίνους. Μονάχα οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, καθώς δεν τους ήταν επιτρεπτό να υποκύψουν σε τέτοιο εκβιασμό. Όταν απέκτησαν δύο μεγάλες εκτάσεις γης στη νότια Συρία, που γειτόνευαν με το οχυρό των Ασασίνων, τότε ήταν οι Ασασίνοι που κατέβαλλαν του Ναΐτες και τους Ιωαννίτες.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, οι επιδρομές των Μογγόλων, εξολόθρευσαν τους Ασασίνους της Περσίας. Πάνω από εκατό κάστρα τους καταστράφηκαν, ενώ το φρούριο Αλαμούτ έπεσε στα χέρια τουΟυλεγκού Χαν και λεηλατήθηκε τη διετία 1256-1257.Οι βιβλιοθήκες των Ασασίνων καταστράφηκαν και μαζί τους χάθηκαν πολλές σημαντικές πηγές πληροφοριών για αυτούς.
Το κάστρο του Αλαμουτ φλέγεται
Για ενάμιση αιώνα και πλέον, το τάγμα των Ασασίνων σκόρπιζε το φόβο στη Μέση Ανατολή. Ανάμεσα στα θύματά της ήταν θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες των εχθρών τους.
Αργότερα, ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρ κήρυξε τζιχάντ, ανάμεσα στους Μογγόλους εισβολείς και Σταυροφόρους, και στους Ασασίνους. Τελικά, γύρω στο 1265, υπέταξε τους Ασασίνους. Ωστόσο, δε διέλυσε ολοκληρωτικά το τάγμα τους: εφεξής θα προσέφεραν σε αυτόν τις υπηρεσίες τους.
Οι Ασασίνοι πολεμούσαν κατά προτίμηση, όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά με την επιμελώς σχεδιασμένη δολοφονία των ηγετών των εχθρών τους. Ποτέ τους δε στόχευσαν πολίτες. Δολοφονίες σχεδιάζονταν κατά εκείνων που είχαν διαπράξει σφαγές κατά των Ισμαηλιτών ή γενικότερα κατά αυτών των οποίων η εξάλειψη θα μείωνε την εχθρότητα προς την κοινότητα. Κατείχαν την τέχνη παρασκευής ναρκωτικών και δηλητηρίων. Οι Ασασίνοι οργάνωναν τις δολοφονίες συνήθως σε δημόσιους χώρους, με σκοπό τον εκφοβισμό των εχθρών τους.

Οι Ασασίνοι αποπειράθηκαν δύο φορές να δολοφονήσουν τον Σαλαντίν. Η πρώτη φορά ήταν το χειμώνα του 1175, κατά την πολιορκία του Χαλεπιού. Οι επίδοξοι δολοφόνοι εισχώρησαν στο στρατό του, αλλά συνελήφθησαν πριν προφτάσουν να τον βλάψουν. Η δεύτερη απόπειρα έγινε το 1176 στη διάρκεια μιας εκστρατείας στη Συρία. Μεταμφιεσμένοι σε στρατιώτες του Σαλαντίν, του επιτέθηκαν με μαχαίρια, αλλά δεν μπόρεσαν να τρυπήσουν την πανοπλία του. Σε μια άλλη περίπτωση, ο Σαλαντίν που είχε εφιάλτες ξύπνησε και βρήκε ένα δηλητηριασμένο στιλέτο στο προσκέφαλό του, σαφή προειδοποίηση για επικείμενο φόνο.Ωστόσο, φαίνεται πως αργότερα, ο Σαλαντίν, ήλθε σε μυστική συμφωνία με τους Ασασίνους και δεν ξανακινδύνευσε.
Επίσης, εκατοντάδες Ασασίνοι στάλθηκαν να φονεύσουν τον Ουλεγκού Χαν, μέσα στο παλάτι του.Αυτό εξόργισε το Μογγόλο πολέμαρχο, που αποφάσισε να εξολοθρεύσει το τάγμα τους, όπως και τελικά έκανε.


Η Στήλη της Ροζέττας


Η Στήλη της Ροζέττας είναι μια πέτρινη πλάκα από γρανοδιορίτη, που προέρχεται από τον ναό του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς.
Χρονολογείται στο 2ο αιώνα π.Χ. και φέρει εγχάρακτη μια επιγραφή σε δύο γλώσσες (αιγυπτιακήκαι ελληνική) και τρία συστήματα γραφής (ιερογλυφικάδημώδη αιγυπτιακή, ελληνική) Το ελληνικό μέρος της στήλης αρχίζει ως εξής: « Βασιλεύοντος του νέου και παραλαβόντος την βασιλείαν παρά του πατρός... ».
Το όνομά της προέρχεται από την πόλη Rachid (που εκγαλλίσθηκε ως Rosette) της Κάτω Αιγύπτου, στο βορειοδυτικό τμήμα του Δέλτα του Νείλου. Βορειότερα της πόλης, γύρω από το οχυρό Φορ Ζιλιέν (Fort Jullien), ο Γάλλος αξιωματικός που υπηρετούσε στο στράτευμα τουΝαπολέοντα, Πιέρ Φρανσουά Ξαβιέ Μπουσάρ (Pierre-François-Xavier Bouchard), ανακάλυψε τη στήλη τελείως τυχαία το 1799. Έμεινε όμως έκθαμβος όταν κατάλαβε την αξία της, καθώς έως τότε κανείς δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Η ανακάλυψη της δίγλωσσης στήλης αποδείχθηκε θεμελιώδους σημασίας. Ο σπουδαίος Γάλλος μελετητής Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν (1790-1832)(Jean-François Champollion), από τους πιο διακεκριμένουςγλωσσολόγους της εποχής, κατάφερε, με βάση τα ονόματα των βασιλέων Πτολεμαίου και Αρσινόης που αναφέρονται στην στήλη, να βρει το κλειδί για να αποκρυπτογραφήσει τααιγυπτιακά ιερογλυφικά. Αυτή η ανεκτίμητης αξίας ανακάλυψη ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της επιστήμης της Αιγυπτιολογίας. Το σύστημα που χρησιμοποίησε ο Σαμπολιόν για να αποκρυπτογραφήσει το κείμενο της στήλης, η οποία φυλάσσεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, αποτελεί σημαντικό οδηγό για όσους ενδιαφέρονται για τη μελέτη των αρχαίων συστημάτων γραφής.