Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η Σφαγή του Κατύν

Σφαγή του Κατύν ονομάζεται το έγκλημα των μαζικών εκτελέσεων χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών, αστυνομικών, διανοούμενων, πολιτικών κρατουμένων και αιχμαλώτων πολέμου, που διαπράχθηκε από τη μυστική αστυνομία Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων (γνωστότερο από τα αρχικά NKVD ως Νι-Κα-Βε-Ντε) της Ε.Σ.Σ.Δ. κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940.
    Σε απόσταση περίπου 500 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Πολωνίας, εντός του Ρωσικού εδάφους, παρά το δάσος του Κατύν, που βρίσκεται 6,5 χλμ. από την ομώνυμη πόλη, θανατώθηκαν κατά χιλιάδες, κρατούμενοι από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Κοζέλσκ. Ομοίως και σε άλλες περιοχές, εκτελέστηκαν κρατούμενοι των στρατοπέδων του Οστασκόφ και του Στάρομπελσκ, καθώς και από φυλακές της δυτικής Λευκορωσίας και δυτικής Ουκρανίας. Το γεγονός της σφαγής επηρέασε βαθιά τις σχέσεις Πολωνίας και Σοβιετικής Ένωσης για αρκετά χρόνια. Εκτιμάται πως ο αριθμός των θυμάτων έφτασε περίπου τις 22.000. Η πρώτη δημόσια αναφορά στο γεγονός της σφαγής του Κατύν έγινε στις 11 Απριλίου του 1943 μετά από ανακοίνωση αρχών της Ναζιστικής Γερμανίας περί της ανακάλυψης ομαδικού τάφου στο Σμολένσκ.Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη, επιρρίπτοντας τη στη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το 1990, όταν επισήμως αναγνώρισε και καταδίκασε το έγκλημα εκ μέρους της NKVD, όπως και μεταγενέστερες προσπάθειες συγκάλυψής του. Το 2008 τα ρωσικά δικαστήρια προχώρησαν σε αποχαρακτηρισμό των σχετικών σοβιετικών αρχείων και το 2010 η Ρωσία αναγνώρισε πως η σφαγή του Κατύν διαπράχθηκε με εντολή του Ιωσήφ Στάλιν και της σοβιετικής ηγεσίας.Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας υποστηρίζει και σήμερα πως υπεύθυνη για τη σφαγή είναι η Ναζιστική Γερμανία, ενώ η Ρωσική κυβέρνηση, πέραν της αποδοχής των συμβάντων, απέφυγε να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων πολέμου για τα γεγονότα.Αν και δεν διασώζεται κανένα έγγραφο που να μαρτυρά το κίνητρο του Στάλιν για την απόφαση της μαζικής εκτέλεσης των κρατουμένων, ισχυρή θεωρείται η άποψη μεταξύ Ρώσων και Πολωνών ιστορικών πως την έλαβε, έστω εν μέρει, διότι συνιστούσαν μια ελίτ μελλοντικών ηγετών υπέρ μιας ανεξάρτητης Πολωνίας.Οι ρίζες της σφαγής του Κατύν, εκτός από τις συνέπειες του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου, μπορούν επίσης να αναζητηθούν στην κακή προϊστορία των σχέσεων Πολωνίας-Ρωσίας. Η Ρωσία είχε διαδραματίσει ρόλο στην πολιτική ιστορία της Πολωνίας από τις αρχές του 1700. Η πλειοψηφία των Πολωνών αντιμετώπιζαν τη Ρωσία ως εχθρό, ενώ από την άλλη πλευρά, για τη Ρωσία, οι Πολωνοί συνιστούσαν απειλή για την ασφάλεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πολύ αργότερα της Σοβιετικής Ένωσης.
Λεπτομερές σχεδιάγραμμα της περιοχής του Κατύν

      Η απόφαση για την εκτέλεση των Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Οστασκόφ, Σταρομπέλσκ και του Κοζέλσκ, καθώς και από άλλες φυλακές της δυτικής Λευκορωσίας και δυτικής Ουκρανίας, λήφθηκε ουσιαστικά στις 5 Μαρτίου του 1940, όπως καταγράφεται σε έγγραφο του επικεφαλής της NKVD Λαβρέντι Μπέρια προς τον Στάλιν. Οι μαζικές εκτελέσεις έλαβαν χώρα από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940. Αρκετές πληροφορίες αντλούνται μέσα από επίσημα έγγραφα για τη μεθοδολογία των εκτελέσεων. Στις σωζόμενες αναφορές της NKVD διαφαίνεται πως οι κρατούμενοι αφήνονταν να πιστεύουν πως θα επέστρεφαν στις οικογένειές τους, προκειμένου να αποφεύγεται οποιαδήποτε αντίσταση. Μετά από τον έλεγχο των κρατουμένων, κατάλογοι με τα ονόματα όσων επρόκειτο να εκτελεστούν στέλνονταν στους επικεφαλής των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόφαση εκτέλεσης κάποιου κρατούμενου άλλαζε την τελευταία στιγμή. Δεν εκτελούνταν όσοι επιλέγονταν από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες ή κατόπιν αιτήματος της γερμανικής πρεσβείας στη Μόσχα, Γερμανοί και Λετονοί που δε διέθεταν ενοχοποιητικά στοιχεία, πληροφοριοδότες ή άλλα πρόσωπα που κρίνονταν χρήσιμα.Οι κρατούμενοι στο Οστασκόφ μεταφέρθηκαν με τρένο στο Καλίνιν. Ο τρόπος εκτέλεσής τους δεν τεκμηριώνεται από έγγραφα της NKVD, ωστόσο αποκαλύφθηκε από τον αυτόπτη μάρτυρα Ντμίτρι Τοκάρεφ, τον Μάρτιο του 1991. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι αιχμάλωτοι χωρίζονταν σε ομάδες των 250 ατόμων και εκτελούνταν βράδυ. Συμμετείχαν περίπου τριάντα μέλη της NKVD, ενώ επικεφαλής των εκτελέσεων ήταν ο Vasili Blokhin. Οι αιχμάλωτοι του Σταρομπέλσκ μεταφέρθηκαν στο Χάρκοβο, επίσης με τρένο. Όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα της NKVD, μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940, αριθμός των κρατουμένων που έφθασαν στο Χάρκοβο έφθασε τις 3.896, ενώ σε άλλη αναφορά υψηλόβαθμου αξιωματούχου (3 Μαρτίου 1959) καταγράφονται 3.820. Οι εκτιμήσεις αυτές διαφέρουν από μεταγενέστερο έλεγχο Πολωνών ερευνητών, οι οποίοι κατέληξαν σε μικρότερο αριθμό, 3.739.Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Mitrofan Syromiatnikov, οι εκτελέσεις επιθεωρούνταν από μέλη της NKVD που είχαν σταλεί από τη Μόσχα, όπως και στην περίπτωση του Οστασκόφ. Για τις εκτελέσεις των κρατουμένων στο στρατόπεδο του Κοζέλσκ δεν υπάρχει καμία αυτόπτης μαρτυρία. Οι εκσκαφές εκ μέρους της Γερμανίας που έλαβαν χώρα το 1943 αποκάλυψαν πως περίπου το 20% των θυμάτων είχαν δεμένα πίσω τα χέρια, ενώ ορισμένοι από αυτούς, όσοι πιθανώς προέβαλαν μεγαλύτερη αντίσταση, είχαν επίσης στο στόμα τους ίχνη από πριονίδια. Το σκοινί ήταν περασμένο με τέτοιο τρόπο από το λαιμό των αιχμαλώτων, ώστε το τράβηγμά του να προκαλέσει και τον πνιγμό τους.
Το 1943, η Ναζιστική Γερμανία, κατέχοντας πλέον τα σοβιετικά εδάφη στα οποία είχαν τελεστεί οι μαζικές εκτελέσεις, στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί πολιτικά το γεγονός, ανακοίνωσε την ανακάλυψη ομαδικών τάφων στο δάσος του Κατύν, ως αποτέλεσμα σοβιετικών εγκλημάτων πολέμου. Η αποκάλυψη αυτή των ευρημάτων οδήγησε στο πάγωμα των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Μόσχας και της εξόριστης τότε πολωνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο.
Σχεδόν αμέσως οι Ναζί σχημάτισαν μια διεθνή δωδεκαμελή επιτροπή από γιατρούς, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους με αντιπροσώπους από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες (όλες σύμμαχες ή κατεχόμενες πλην της Ελβετίας) για να εξετάσει τα πτώματα.
Η Σοβιετική Ένωση έριξε την ευθύνη για τις ομαδικές θανατώσεις στο Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας.
     Οι Σοβιετικοί βρίσκονταν στο Κατύν μέχρι τον Ιούνιο του 1941 οπότε και άρχισε η επίθεση του Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ. Μόλις η Σοβιετική Ένωση ανακατέλαβε την περιοχή του Κατύν το 1944, συστήθηκε επιτροπή με επικεφαλής τον ακαδημαϊκό Μπουρντένκο για να ερευνήσει το έγκλημα.
Το πόρισμα Μπουρντένκο, όπως ονομάστηκε, τοποθετούσε την ημερομηνία των εκτελέσεων τον Οκτώβριο του 1941, δηλαδή την περίοδο που την περιοχή του Κατύν είχαν καταλάβει οι Ναζί. Η ημερομηνία καθορίστηκε σύμφωνα με έγγραφα της 20ής Οκτωβρίου 1941 που βρήκαν οι ερευνητές της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στα πτώματα. Σύμφωνα με το πόρισμα στους τάφους υπήρχαν κάλυκες από σφαίρες των 7,65mm και αρκετές των 9mm. Επίσης, σε αυτές των 7,65mm υπήρχε ο κωδικός Geko. Παράλληλα, σημαντικός αριθμός θυμάτων βρέθηκε με τα χέρια δεμένα με ειδικό είδος σπάγκου. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
  • Όπλα και σφαίρες των 7,65 mm και των 9 mm εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Υπήρχαν στη Γερμανία.
  • Η συντομογραφία Geko ανήκε στο γερμανικό εργοστάσιο παραγωγής σφαιρών Genshovik.
  • Το είδος σπάγκου με το οποίο ήταν δεμένα τα θύματα δεν παραγόταν στην ΕΣΣΔ αλλά στη Γερμανία.
 Μέλη της δωδεκαμελούς ευρωπαϊκής επιτροπής από ειδικούς, την οποία συνέστησαν οι Γερμανοί για να διερευνήσουν τα ευρήματα στους ομαδικούς τάφους, όπως ο Βούλγαρος ιατροδικαστής Μάρκοφ και ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής Χάγιεκ, ισχυρίζονταν ότι τα πτώματα ήταν ιατροδικαστικώς αδύνατο να είχαν θανατωθεί το 1940 και προσδιόριζαν ως χρόνο ταφής τους το χειμώνα του 1941 προς 1942,ενόσω, δηλαδή, η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς, με εγγραφή στις 8 Μαΐου 1943, αναφέρονται τα εξής: «Εδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια - δυο βδομάδες......δυστυχώς στους τάφους του Κατύν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες... Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατύν θα κατέρρεε»Και αλλού: «Υπολογίζουμε το ενδεχόμενο να πάμε την αντισοβιετική καμπάνια πολύ μακριά, αλλά αισθανόμαστε ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τη Γενική Συνέλευση (του ΟΗΕ) για έναν τόσο πολύτιμο προπαγανδιστικό σκοπό. Μπορούμε να αναδείξουμε τη σφαγή στο Κατύν...» (Ντοκουμέντα του US Department of State / Foreign Relations of the United States, «Σχέσεις ΗΠΑ - ΟΗΕ», τόμος ΙΙΙ, 1952-1954, σελ. 13). Στις 29 Ιουνίου του 1945, η αμερικανική εφημερίδα New York Times ανέφερε: «Η ιστορία με τους μαζικούς τάφους στο Κατύν, που προκάλεσε το παγκόσμιο αίσθημα πριν δύο χρόνια, ήταν μια προπαγανδιστική παράσταση που έστησαν οι Γκαίμπελς και Ρίμπεντροπ, ώστε να προκληθεί ρήγμα μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών Συμμάχων».
Οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο των εκτελέσεων είχαν παραχθεί στη Γερμανία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις ημερολογιακές καταχωρίσεις του Γκαίμπελς
      Αμέσως μετά την απάντηση της Σοβιετικής Ένωσης, οι κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α. υποστήριξαν την εκδοχή της Σοβιετικής Ένωσης.Στη Μ. Βρετανία και στις Η.Π.Α. επεβλήθηκε λογοκρισία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι Πολωνοί κατηγορήθηκαν για υποστήριξη της εκδοχής των Ναζί. Ωστόσο, και οι δύο κυβερνήσεις είχαν σαφείς ενδείξεις για την ενοχή της Σοβιετικής Ένωσης και πλέον θεωρούνται συνένοχες ως προς τη συγκάλυψη του εγκλήματος.
      Η εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο πίεζε τη Βρετανική κυβέρνηση να επιρρίψει την ευθύνη στη Σοβιετική Ένωση. Οι Βρετανοί, αν και πίστευαν ότι το Σοβιετικό Καθεστώς ήταν υπεύθυνο, διατηρούσαν αμφιβολίες ότι μπορούσε να είχε διαπράξει ένα έγκλημα τέτοιου μεγέθους. Ταυτόχρονα, ήθελαν να διατηρήσουν τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και να κρατήσουν σε ισορροπία τις σχέσεις Πολωνίας - Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ υποστήριξε τις θέσεις του Ιωσήφ Στάλιν και στις 24 Απριλίου του 1943 τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν κατά οποιασδήποτε έρευνας του Ερυθρού Σταυρού.Ακολούθησε την ίδια στάση με τη Σοβιετική Ένωση, θεωρώντας απάτη τις έρευνες επί γερμανικού εδάφους.Στις 27 Απριλίου έστειλε τηλεγράφημα στον Στάλιν στο οποίο δήλωνε ότι θα επέβαλε πειθαρχία στην Πολωνική κυβέρνηση και θα σταματούσε τις επιθέσεις του Πολωνικού Τύπου στην κυβέρνηση του Σικόρσκι.
Στη δίκη της Νυρεμβέργης το Κατύν αναφέρθηκε μόνο στο κατηγορητήριο. Αναφερόμενος αργότερα στα γεγονότα της δίκης ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε ότι οι νικήτριες δυνάμεις τις οποίες αφορούσε η σφαγή του Κατύν θεώρησαν ότι έπρεπε να αποφύγουν το θέμα και το Κατύν δεν εξετάστηκε ποτέ επιμελώς.
Κατάθεση στεφάνων στο μνημείο που έχει στηθει στο τόπο των εκτελεσεων απο πολωνική και ουκρανική αντιπροσωπεία
Αυτή η βρετανική στάση διατηρήθηκε για αρκετές δεκαετίες μέχρι την πτώση του Σοβιετικού Καθεστώτος και πλέον θεωρείται από ιστορικούς συγκάλυψη της σφαγής του Κατύν.
Ο αριθμός των θυμάτων, κατά ρωσική δικαστική απόφαση του 2005, ανήλθε στους 1.803 εκτελεσθέντες, ενώ ο συνολικό αριθμός εκτιμάται γενικά στις 22.000, από τους οποίους οι 8.000 αξιωματικοί.Τα θύματα θανατώθηκαν στο δάσος Κατύν στη Ρωσία, στις φυλακές Καλίνιν (στο Τβερ) και Χάρκοβο και σε διάφορα άλλα μέρη. Οι Πολωνοί αξιωματικοί είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής στην Πολωνία το 1939, ενώ οι υπόλοιποι, επίσης Πολωνοί υπήκοοι, αιχμαλωτίσθηκαν με τις κατηγορίες ότι υπήρξαν πράκτορες, πολιτοφύλακες, δολιοφθορείς, μεγαλογαιοκτήμονες, εργοστασιάρχες, ιερείς και αξιωματούχοι. Πολλοί από τους αυτούς ήταν εξέχοντα μέλη της εβραϊκής, ουκρανικής, γεωργιανής και λευκορωσικής κοινότητας της Πολωνίας.
Η σφαγή του Κατύν αναφέρεται στην μαζική θανάτωση Πολωνών υπηκόων, που διαπράχθηκε όχι μόνο στο δάσος του Κατύν, αλλά και σε άλλες τοποθεσίες της σοβιετικής επικράτειας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κάτω από τις διαταγές του Ιωσήφ Στάλιν, βάσει πρότασης του σοβιετικού Υπουργείου Εσωτερικών
.
Το 2010, η ρωσική Κάτω Βουλή (Δούμα) εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο επιρρίπτει την ευθύνη της διαταγής για τη σφαγή στο Κατύν, στον ίδιο τον Στάλιν και σε άλλους Ρώσους αξιωματούχους.

πηγη: http://el.wikipedia.org

Το θωρηκτό Bismarck

Το γερμανικό θωρηκτό Bismarck ήταν ένα από τα πιο διάσημα πολεμικά πλοία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του καγκελάριου Otto von Bismarck και ήταν το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο κατά την εποχή της καθέλκυσής του. Είχε εκτόπισμα 51.000 τόνων με πλήρη φορτίο, μήκος 251 μέτρα, μέγιστο πλάτος 36 μέτρα και πλήρωμα 2.100 ανδρών.
Ωστόσο η καριέρα του κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν σύντομη. Κατά τη πορεία του σε αποστολή καταστροφής κομβόι μαζί με το καταδρομικό Prinz Eugen, συνάντησαν το Βρετανικό ναυτικό κοντά στη Δανία. Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής, η ναυαρχίδα του Βρετανικού στόλου HMS Hood, βυθίστηκε από τα Γερμανικά πλοία. Ο Τσώρτσιλ τότε διέταξε το κυνήγι και την καταστροφή του Bismarck.
Λίγες μέρες αργότερα, το Bismarck εντοπίστηκε στο Βόρειο Ατλαντικό και αεροπλάνα τύπου Swordfish που απογειώθηκαν από το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS Ark Royal, κατάφεραν να το τορπιλίσουν και να το ακινητοποιήσουν. Μετά από λίγες ώρες του επιτέθηκαν και άλλα πλοία του Βρετανικού στόλου που έφτασαν εκεί. Το Μπίσμαρκ βυθίστηκε το πρωί της 27ης Μαΐου του 1941, ενώ 1995 από τους 2200 άνδρες του χάθηκαν στα νερά του Βόρειου Ατλαντικού.

πηγη: www.ww2.gr

Heinrich Himmler

Heinrich Himmler
Το πλήρες όνομά του ήταν Heinrich Luitpold Himmler, γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1900 στο Μόναχο της Γερμανίας και ήταν στρατιωτικός διοικητής και ηγετικό στέλεχος των Ναζί. Ως αρχηγός της αστυνομίας της Γερμανίας και ως Υπουργός Εσωτερικών μετά το 1943, επέβλεπε όλες τις αστυνομικές δυνάμεις όπως και τη Γκεστάπο, ενώ ως αρχηγός των Ναζί έγινε ο δεύτερος πιο ισχυρός άνδρας στη ναζιστική Γερμανία
Το 1925 κατετάγη στα ΕΣ ΕΣ ενώ το 1929 έγινε αρχηγός τους. Τότε, οι Ναζί αριθμούσαν μόνο 280 μέλη. Στις 17 Ιουνίου 1936, γίνεται διοικητής της γερμανικής αστυνομίας. Ο Χίμλερ λόγω του αξιώματός του στα SS επέβλεπε και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης καθώς και εκτελεστικές ομάδες των Ναζί, κάνοντάς τον υπεύθυνο για το θάνατο 6 εκατομμυρίων Εβραίων, 3 εκατομμυρίων Πολωνών, τσιγγάνων, αιχμαλώτων πολέμου κτλ
Στο τέλος του 1944, γίνεται διοικητής των δυνάμεων της Wehrmacht στο δυτικό μέτωπο και την 1η Ιανουαρίου του 1945 καθοδηγεί την Επιχείρηση Nordwind, η οποία θα σταματούσε την επέλαση Αμερικανών και Γάλλων στα δυτικά, επιχείρηση η οποία απέτυχε. Αργότερα, ο Χίτλερ τον έκανε επικεφαλή των γερμανικών δυνάμεων στο ποταμό Βιστούλα στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Χίμλερ όχι έμπειρος, αποδείχθηκε ανίκανος στρατιωτικά και στις 20 Μαρτίου παραιτήθηκε

Από το τέλος του 1944 ο Χίμλερ αρχίζει να χάνει τη πίστη του στη νίκη των Γερμανών. Τον Απρίλιο του 1945 και χωρίς τη συμφωνία του Χίτλερ, ο Χίμλερ ζήτησε από έναν Σουηδό διπλωμάτη, να μεταφέρει στον Αϊζενχάουερ την πρόθεση της Γερμανίας να συνθηκολογήσει για την παράδοσή της, αλλά οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Ο Χίτλερ αργότερα πληροφορήθηκε το γεγονός και θεωρώντας ως προδοσία τη στάση του Χίμλερ, τον εκδίωξε από τους Ναζί, διέταξε τη σύλληψή του και δεν τον περιέλαβε στην νέα κυβέρνηση η οποία συστάθηκε σύμφωνα με τη διαθήκη του
Κατά το τέλος του πολέμου, ο Χίμλερ περιπλανιόταν στα σύνορα με τη Δανία μεταμφιεσμένος, προσπαθώντας να αποφύγει τη σύλληψη από τους Συμμάχους. Βρετανικές δυνάμεις τον συνέλαβαν τελικά στις 22 Μαΐου στη Βρέμη και αναγνωρίστηκε. Ο Χίμλερ θα δικαζόταν για εγκλήματα πολέμου στη Νυρεμβέργη μαζί με άλλους Γερμανούς ηγέτες, αλλά αυτοκτόνησε μια μέρα μετά τη σύλληψή του, στις 23 Μαΐου 1945.

πηγη: www.ww2.gr

Adolf Eichmann

Ο Adolf Eichmann
Ο Adolf Eichmann ήταν Γερμανός Εθνικοσοσιαλιστής και διετέλεσε αξιωματικός των ΕΣ ΕΣ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρείται ιθύνων νους και πρωτεργάτης του σχεδιασμού και υλοποίησης του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος
Ο Adolf Eichmann γεννήθηκε στο Solingen της Γερμανίας το 1906 και προήρχετο από μια τυπική γερμανική οικογένεια μεσοαστών. Το 1932 γίνεται μέλος του Αυστριακού τμήματος του Εθνικοσιαλιστικού κόμματος και μέλος των ΕΣ ΕΣ. Tο 1934 υπηρετεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και τον ίδιο χρόνο μετατίθεται στην Ασφάλεια της Αστυνομικής Διεύθυνσης στο τμήμα που ασχολείτο με τη συλλογή πληροφοριών των Εβραϊκής καταγωγής πολιτών. Την επόμενη χρονιά ονομάζεται επισήμως υπεύθυνος των "Εβραϊκών ζητημάτων" της υπηρεσίας του και αρχίζει μακρύ οδοιπορικό σε Εβραϊκές συνοικίες ανά την Γερμανία για να συλλέξει παντός είδους πληροφορίες που αφορούσαν πολίτες Εβραϊκής καταγωγής. Το 1938 μετατίθεται στην Βιέννη, σαν επικεφαλής του "Γραφείου Μετανάστευσης Εβραίων" με δικαιοδοσία σε Αυστρία, Τσεχοσλοβακία και ακολούθως με δικαιοδοσία σε ολόκληρο το Γερμανικό Κράτος μέχρι την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Με την έναρξη του Πολέμου, το 1939, ο Adolf Eichmann μετατίθεται στο γραφείο 4 της Gestapo, τμήμα του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Reinhard Heydrich. Υπηρετεί εκεί έως το τέλος Πολέμου σαν Αντισυνταγματάρχης των ΕΣ ΕΣ και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων και Εθελοντικών Μεταναστεύσεων. Στο γραφείο 4 της Gestapo ήταν για 6 χρόνια στημένο το επιτελείο, που με αρχηγό τον Adolf Eichmann επεξεργαζόταν και υλοποιούσε την τελική λύση του Εβραϊκού ζητήματος (Die Endlösung der Judenfrage). Το 1940 ο Adolf Eichmann επεξεργάζεται σχέδιο εκτόπισης όλων των Εβραϊκής καταγωγής πολιτών στην Μαδαγασκάρη, αλλά η ιδέα απερρίφθη λόγω της τότε παντοκρατορίας του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.

Το καλοκαίρι του 1941 άρχισε η μεταφορά των Εβραίων στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με επιμέλεια του ίδιου του Adolf Eichmann οργανώνεται η μεταφορά αυτών από όλη τη κατεχόμενη Ευρώπη προς τα στρατόπεδα θανάτου, συμπεριλαμβανομένων και 65.000 ανθρώπων από την Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Στις 20 Ιανουαρίου του 1942 πραγματοποιείται η Διάσκεψη του Βάνζεε, με κεντρικό θέμα την εξολόθρευση των Εβραίων, στην οποία ως ένας από τους κυριότερους συμμετέχοντες, καθιερώνεται ως "Ειδικός επί των Εβραϊκών ζητημάτων". Ταξιδεύει σε πολλά στρατόπεδα θανάτου και Εβραϊκά γκέτο φροντίζοντας ο ίδιος την πρόοδο εκτέλεσης της διαταγής του Χίτλερ περί εξολόθρευσης των Εβραίων. Στο γκέτο της πόλης Λβιβ στην Ουκρανία, είχε προσκαλέσει τον Heinrich Himmler, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τις εφαρμογές των μεθόδων του. Ο Heinrich Himmler δεν άντεξε στο αποτρόπαιο θέαμα και έφυγε μισολιπόθυμος. Αργότερα, επιστρέφοντας στην Γερμανία, έδωσε διαταγή να "ακολουθούνται ανθρωπιστικές μέθοδοι" για την θανάτωση των Εβραίων και πιο συγκεκριμένα να ακολουθείται στο εξής το πρόγραμμα ευθανασίας με δηλητηριώδη αέρια (Zyklon-B). Πράγματι ακολουθείται η διαταγή αυτή του Heinrich Himmler και ο ίδιος ο Adolf Eichmann παρευρίσκεται στο στρατόπεδο του Auschwitz-Birkenau για να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
  Τον Αύγουστο του 1944 ο Adolf Eichmann αναφέρεται στον προϊστάμενο του Heinrich Himmler, για την μέχρι τότε υλοποίηση την τελικής λύσης του Εβραϊκού ζητήματος. Αναφέρει ότι περίπου 4.000.000 Εβραίων έχουν θανατωθεί στα στρατόπεδα, ενώ άλλα 2.000.000 έχουν θανατωθεί από τις Κινητές Ναζιστικές Μονάδες Ειδικής Δράσης (Τάγματα Θανάτου).
Με το τέλος του Πολέμου, το 1945 ο Adolf Eichmann διαφεύγει στην Αυστρία και συλλαμβάνεται από τους Αμερικανούς, αλλά σαν Otto Eckmann αφού έχει πλαστογραφήσει την ταυτότητά του. Κλίνεται σε φυλακή χαμηλής ασφάλειας, από όπου δραπετεύει και κρύβεται στη Γερμανία μέχρι το 1950 όπου διαφεύγει στην Αργεντινή με Ιταλικό διαβατήριο και με το όνομα Riccardo Clement. Εγκαθίσταται στο Μπουένος Άιρες, ανοίγει καθαριστήριο ρούχων και το 1953 καταλήγει υπάλληλος της τοπικής αντιπροσωπείας της Mercedes-Benz. Ήδη από το 1952 έχει μαζί την οικογένειά του και ζει στην Αργεντινή σαν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Το 1959 η μυστική υπηρεσία του Ισραήλ Mossad, πληροφορείται για την ύπαρξή του και στις 21 Μαΐου 1960 απαγάγεται και μεταφέρεται ναρκωμένος στην Ιερουσαλήμ. Η Αργεντινή διαμαρτύρεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ περί απαγωγής πολίτη από επικράτεια ουδέτερης χώρας, αλλά το Ισραήλ αρνείται να τον εκδώσει πίσω, ζητώντας όμως «συγγνώμη» από την Αργεντινή. Τον Απρίλιο του 1961, με δρακόντεια μέτρα, οργανώνεται η δίκη του στο Ισραήλ, όπου του απαγγέλλονται κατηγορίες για 15 αδικήματα, μεταξύ των οποίων και κατηγορία για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά της Ανθρωπότητας. Στις 11 Δεκεμβρίου 1961 το δικαστήριο κρίνει τον Adolf Eichmann ένοχο για όλα τα αδικήματα και την 1η Ιουνίου του 1962 εκτελείται στις φυλακές όπου κρατείτο με απαγχονισμό.

πηγη: www.ww2.gr

Υπόθεση Γκέλεν

Ο συνταγματάρχης Γκέλεν
22 Μαΐου 1945. Λίγες ημέρες μετά την συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, ο συνταγματάρχης της Βέρμαχτ, Ράινχαρτ Γκέλεν, παραδίνεται οικιοθελώς στις Αμερικανικές δυνάμεις. Εκ πρώτης όψεως η κίνηση αυτή φάνταζε λογική, καθώς ένας Γερμανός αξιωματικός δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να πέσει στα χέρια των Σοβιετικών.
Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ο ρόλος του κατά τη διάρκεια του πολέμου, και η μοιραία απόφαση που είχε λάβει, θα άνοιγαν την αυλαία σε μια από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις της μεταπολεμικής εποχής.
Ο συνταγματάρχης Γκέλεν, κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν υπεύθυνος για θέματα κατασκοπείας, που αφορούσαν τον Κόκκινο Στρατό και το Ανατολικό Μέτωπο. Όντας διορατικός, είχε διαβλέψει την επερχόμενη ρήξη μεταξύ των δυο νέων υπερδυνάμεων, και αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει προς όφελος του.
Μερικούς μήνες πριν την ήττα της Γερμανίας, διέταξε τους υφισταμένους του στο γραφείο πληροφοριών να φωτογραφίσουν όλα τα απόρρητα έγγραφα, να τοποθετήσουν τα αντίγραφα τους σε μεταλλικά κουτιά, και να τα θάψουν σε διάφορα μέρη στις Βαυαρικές Άλπεις.
Μόλις παρουσιάστηκε στις Αμερικάνικες δυνάμεις γνωστοποίησε την ύπαρξη των μικροφίλμ και δεσμεύτηκε ότι είναι στη διάθεση τους, με μοναδικό αντάλλαγμα την ελευθερία του. Παράλληλα προσπάθησε να τους πείσει να συνεργαστούν, προτάσσοντας ως επιχειρήματα την πτώση του καθεστώτος του Γ' Ράιχ και τα αντικομουνιστικά του αισθήματα.
Το ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί που διέθετε πολύ σύντομα απέφερε καρπούς. Οι Αμερικανοί δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Αν και γνώριζαν ότι με το να θέσουν στην υπηρεσία τους έναν Γερμανό Συνταγματάρχη, προέβαιναν σε μια πράξη ηθικά ανεπίτρεπτη, είχαν υπόψη τους ότι οι ισορροπίες είχαν μεταβληθεί. Ο εχθρός τώρα είχε μετατοπιστεί στην Μόσχα. Ένας φύσει αντισοβιετικός αξιωματικός, με δεδομένη εμπειρία στην κατασκοπεία, θα μπορούσε να γίνει τα "μάτια και τα αυτιά τους", στο Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Αφού μεταφέρθηκε για ένα μικρό διάστημα στις ΗΠΑ, όπου και ανακρίθηκε, το καλοκαίρι του 1946 επέστρεφε πίσω για να εργαστεί πλέον για λογαριασμό της CIA(που ιδρύθηκε το 1947), ως ειδικός σε θέματα Σοβιετικής κατασκοπείας.
Πολύ σύντομα απέκτησε ελευθερία κινήσεων. Η ομάδα που δημιούργησε με την ονομασία Οργάνωση Γκέλεν(Gehlen Organization), είχε αναπτύξει ένα κολοσσιαίο δίκτυο, και εκτός των άλλων, περιελάμβανε διαβόητους εγκληματίες πολέμου και πρώην στελέχη της Γκεστάπο και των ΕΣ ΕΣ.
Το 1956, την περίοδο που διατελούσε Καγκελάριος, ο Κόνραντ Αντενάουερ, η οργάνωση του εντάχθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής Γερμανίας, και αποτέλεσε τον πυρήνα της νέας υπηρεσίας πληροφοριών, της Bundesnachrichtendienst, στην οποία ο Γκέλεν τέθηκε επικεφαλής μέχρι την απόσυρση του το 1968.
Η συμβολή του στις Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες στα πλαίσια του Ψυχρού πολέμου, παραμένει μέχρι και σήμερα αμφιλεγόμενη. Τον Οκτώβριο του 1998, επί προεδρίας Κλίντον, ξεκίνησε μια σειρά αποχαρακτηρισμών απόρρητων εγγράφων (Disclosure Act), που αφορούσαν την συνεργασία των ΗΠΑ, με Ναζί
Από τα έγγραφα αυτά πρόεκυψε ότι, από τις πληροφορίες που διαβίβαζε ο Γκέλεν και η ομάδα του όλα αυτά τα χρόνια, το 90% ήταν από εσφαλμένες, έως τη χειρότερη περίπτωση ψευδείς. Πληροφορίες που έκαναν λόγο για ανύπαρκτα μεθοριακά επεισόδια, υποτιθέμενες μετακινήσεις στρατευμάτων, εντατικό επανεξοπλισμό του Ερυθρού Στρατού, και άλλα πολλά, είχαν ως διατυπωμένο στόχο να πυροδοτήσουν το κλίμα, αλλά κυρίως να τονίσουν την σπουδαιότητα της ομάδας, επιτρέποντας στον Γερμανό αξιωματικό να έχει λυμένα τα χέρια του, με όσο γίνεται λιγότερο έλεγχο από τους νέους του προϊστάμενους.
Προκαλεί έκπληξη, αλλά η Οργάνωση Γκέλεν υπήρξε ο κυριότερος σύνδεσμος των Αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην Γερμανία, την περίοδο του Ψυχρού πολέμου.
εγκληματίες πολέμου.

πηγη: www.ww2.gr

Η γραμμή Μαζινό

Η γραμμή Μαζινό (ligne Maginot) ήταν μια σειρά υπόγειων οχυρωματικών έργων, που άρχισε να κατασκευάζεται μετά τον Α' Π.Π. καλύπτοντας σε μήκος ολόκληρη τη γαλλο-γερμανική μεθόριο. Έμεινε στη σύγχρονη ιστορία ως το μεγαλύτερο σε μήκος οχυρωματικό έργο που κατασκευάστηκε στην Ευρώπη, αλλά και το ατυχέστερο παγκοσμίως αφού ουδέποτε απέδωσε του σκοπού του. Η αναφορά της γραμμής Μαζινό στους στρατιωτικούς κύκλους έχει ταυτιστεί σήμερα με την έννοια της πανωλεθρίας, μετά την οποία και καταλήφθηκε η Γαλλία στον Β' Π.Π..
Έλαβε το όνομά της από τον εισηγητή της κατασκευής της, τον τότε υπουργό Πολέμου της Γαλλίας, Αντρέ Μαζινό (André Maginot).
 Ο τότε υπουργό Πολέμου της Γαλλίας, Αντρέ Μαζινό
     Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Νοέμβριο του 1918 η Γαλλία, παρ' ότι μια από τις νικήτριες δυνάμεις, αντιμετώπισε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Είχε χάσει περισσότερο από ένα εκατομμύριο νέους, ενώ 4 έως 5 εκατομ. ήταν οι τραυματίες της. Με τη λήξη της σύρραξης πρόβαλε επιτακτικά ένα συνακόλουθο σημαντικό πρόβλημα: Πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη νέα σύρραξη. Το θέμα αυτό υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ του Πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμ
ανσώ και του Στρατάρχη Πεταίν, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων.Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μολονότι ικανοποιούσε την εθνική υπερηφάνεια των Γάλλων, πρακτικά εξουθενώνοντας τους ηττημένους μέχρις εξοντώσεως, αποτελούσε σημαντικό αίτιο για νέα ένοπλη σύρραξη. Την εποχή εκείνη, όμως, υπήρχαν αρκετοί Γάλλοι πολιτικοί (σημαντικότερος από αυτούς ο ίδιος ο Κλεμανσώ), οι οποίοι πίστευαν ότι η Γερμανία "την είχε γλιτώσει φθηνά". Εν τούτοις, αρκετοί σημαντικοί ηγέτες, όπως ο Στρατάρχης Φερντινάν Φος υποστήριξαν εξ αρχής ότι η Συνθήκη αυτή ήταν απλά μια ανακωχή και ότι ο πόλεμος δεν θα σταματούσε στο σημείο αυτό. Έμελλε να δικαιωθεί μόλις είκοσι χρόνια αργότερα.
    Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν τρεις αντίθετες σχολές: Η μία, με βασικό υποστηρικτή τους Στρατάρχες Φος και Πεταίν, υποστήριζε ότι χρειαζόταν ένα μεγάλο στατικό αμυντικό έργο, μπροστά στο οποίο ακόμη και ο ισχυρότερος στρατός θα ήταν δυνατό να αναχαιτιστεί. Η άλλη σχολή, με κύριο υποστηρικτή τον (τότε) Συνταγματάρχη Σαρλ ντε Γκωλ και τον πολιτικό Πωλ Ρεϊνό υποστήριζε το ακριβώς αντίθετο: Τη δημιουργία ενός ευέλικτου στρατού, που θα στηριζόταν στην ταχύτητα και τη δύναμη πυρός των θωρακισμένων αρμάτων και την υποστήριξή του από το Πυροβολικό και την Αεροπορία. Η τρίτη, με βασικό υποστηρικτή το Στρατάρχη Ζοφφρ (Joffre) έμοιαζε αρκετά με την πρώτη: Η χώρα όφειλε να δημιουργήσει πολλές μικρές αμυντικές βάσεις, οι οποίες θα χρησίμευαν και ως ορμητήρια αντεπίθεσης.
     Όλες όμως οι σκέψεις αυτές προσέκρουσαν σε δύο δυσχέρειες: Η μία ήταν η απροθυμία του μέσου Γάλλου πολίτη να συνεισφέρει σε έμψυχο υλικό, ύστερα από τόσες απώλειες, και η άλλη ήταν ότι, ακόμη και αν η κοινή γνώμη ήταν υπέρ της τελευταίας άποψης, η επάνδρωση αυτών των δυνάμεων απαιτούσε περισσότερους άνδρες (και, ως επιθετική, περισσότερες θυσίες) απ' όσους η εξουθενωμένη πληθυσμιακά Γαλλία μπορούσε να συνεισφέρει, δεδομένης της μείωσης των γεννήσεων που αναμενόταν (και πράγματι παρατηρήθηκε) κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Έτσι, οι υποστηρικτές της κατασκευής των αμυντικών οχυρώσεων κέρδισαν τη μάχη στο CSG (Ανώτατο Συμβούλιο Πολέμου) και το σύνολο των (γραμμικά) παραταγμένων οχυρωματικών έργων πήρε το όνομα γραμμή Μαζινό από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος πίεζε με όσα μέσα διέθετε για την κατασκευή, διακηρύσσοντας ότι ήταν το πλέον επείγον έργο για την προστασία της χώρας. Ο Μαζινό αντικαταστάθηκε το 1924 από τον Πωλ Πενλεβέ (Paul Painlevé), εν τούτοις συνέχισε να στηρίζει το έργο συχνά συνεργαζόμενος με το νέο Υπουργό.
      Αν και ο όρος γραμμή υποδεικνύει ότι το έργο θα ήταν γραμμικό, σε ορισμένα σημεία παρουσίαζε αρκετό βάθος (20 έως 25 χλμ.). Η κατασκευή, αν και είχε υποδειχθεί από το Μαζινό ήδη από το 1922, δεν ξεκίνησε αμέσως, κύρια λόγω της επιφυλακτικότητας που έδειχναν οι γαλλικές κυβερνήσεις απέναντι στο κόστος της. Κάποια σχετική πρόοδος άρχισε να σημειώνεται μόλις το 1926, οπότε η τότε Κυβέρνηση ενέκρινε ένα κονδύλιο για την έναρξη δοκιμαστικών κατασκευών. Συνεχίζονται, παράλληλα, οι συζητήσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Άμυνας σχετικά με το είδος και τη μορφή των οχυρώσεων. Το 1927 η αντιπαράθεση ανάμεσα στις απόψεις των στρατιωτικών λήγει με μια μορφή συμβιβασμού: Μόνιμες και ισχυρές οχυρώσεις θα κατασκευαστούν σε τρεις περιοχές: Μετς, Λοτέ (Lauter) και Μπελφόρ (Belfort). Θα κατασκευαστούν, επίσης, ελαφρότερες οχυρώσεις (οχυρώσεις εξοχής) μέσω των οποίων θα επιχειρούν τα στρατεύματα. Η απόφαση αυτή πρακτικά θέτει τέρμα στο σχέδιο του Μαζινό.
 Αμερικανοί στρατιώτες χαζεύουν τα απομεινάρια της γραμμης Μαζινό
     Όμως το σχέδιο θα επανέλθει. Το 1930 η Γερουσία ψηφίζει το Νόμο Μαζινό, που δίνει στο εγκαταλελειμμένο σχέδιο τη δυνατότητα να προχωρήσει στην κατασκευή οχυρωματικών έργων με κονδύλιο 2,9 εκατ. γαλλικών φράγκων, "κατά μήκος της γερμανικής και ιταλικής μεθορίου". Η πίστωση αυτή αντιπροσώπευε το 5% ή 6% των συνολικών ετησίων στρατιωτικών δαπανών και χαρακτηρίστηκαν "αστείες" μπροστά στις δαπάνες που θα απαιτούσε η μηχανοποίηση του στρατεύματος. Το μισό περίπου του κονδυλίου προοριζόταν για την ενίσχυση των οχυρώσεων της Λωρραίνης, ενώ μόνο 50 εκατ. φράγκα προορίζονταν για οχυρώσεις στη βόρεια Γαλλία. Η Επιτροπή Οργάνωσης Οχυρωμάτων (γαλλ. CORF), δημιουργημένη ήδη από το 1927, επιφορτίζεται με την επιλογή των θέσεων και των σχεδίων των οχυρώσεων, ενώ η επίβλεψη ανατέθηκε στο Γαλλικό Μηχανικό. Στην πραγματικότητα, ήδη από το 1929 υπάρχει η σκέψη δημιουργίας μιας συνεχούς γραμμής πυρός από την πόλη Μαλμεντύ μέχρι την Ελβετική μεθόριο. Το σχέδιο είναι πολύ φιλόδοξο και πρόθεση είναι να αποτελείται από ισχυρές οχυρώσεις που θα στεγάζουν πυροβόλα ανά τέσσερα μίλια, γεγονός που θα σταματούσε οποιαδήποτε εχθρική επιβουλή. Ανάμεσα στις οχυρώσεις πυροβολικού θα υπήρχαν μικρότερες επανδρωμένες από το Πεζικό και εξοπλισμένες με ανάλογα όπλα (πολυβόλα και πυροβόλα μικρού διαμετρήματος, κυρίως όλμους). Την ενότητα της γραμμής θα διασφαλίζουν πολυβολεία. Το όλο σύστημα θα ενισχυθεί με δίκτυα τάφρων, καταφυγίων, αντιαρματικών εμποδίων κτλ. Όλες οι εγκαταστάσεις εφοδιασμού, διοίκησης και ενδιαίτησης θα βρίσκονται βαθιά υπό το έδαφος. Θα ξεπροβάλουν από αυτό μόνο καταφύγια, πολυβολεία ή πυροβολεία κατασκευασμένα από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Πίσω από τη γραμμή θα βρίσκονται υπόγεια καταφύγια από μπετόν για την κάλυψη των μονάδων πεζικού που θα υπερασπίζεται το χώρο μεταξύ των οχυρών. Η κατασκευή αυτή ήταν που τελικά πραγματοποιήθηκε, κατά πολλούς ιστορικούς οφειλόμενη στη μανία του μπετόν που είχε καταλάβει εκείνη την εποχή τη Γαλλία. Η κατασκευή αυτή τελικά έδωσε την απατηλή εντύπωση ότι αυτό ακριβώς ήταν το υπέρτατο αμυντικό όπλο κατά των δυνάμεων που θα επιβουλεύονταν και πάλι την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
       Ο Γαλλικός Στρατός επηρεάζεται βαθύτατα από την κατασκευή αυτή. Οι σκέψεις των ηγετών του (ιδιαίτερα του στρατηγού Γκαμελέν, επικεφαλής του Στρατού) είναι η σωστή επάνδρωση, ο σωστός εφοδιασμός, η ενίσχυση της γραμμής Μαζινό. Όλες οι ενέργειες του Γαλλικού στρατεύματος πρέπει να διέπονται από τη με κάθε τρόπο προάσπισή του.
Ασφαλώς καμία κίνηση δυνάμεων δεν είναι δυνατή: Οι οχυρώσεις είναι στατικές, δεν επιτρέπουν καμία κίνηση, κανέναν ελιγμό. Οι Γερμανοί στρατηγοί δεν είναι, ασφαλώς, ανόητοι. Βλέποντας τη γραμμή Μαζινό κατανοούν άμεσα ότι είναι πολύ ισχυρή, αλλά και αυτό που λέει το όνομά της: Μια πολύ ισχυρά οχυρωμένη γραμμή. Αποφασίζουν, κατά συνέπεια, να την παρακάμψουν: Η εισβολή γίνεται από το Σεντάν στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, όπου πρακτικά δεν υπάρχει γραμμή Μαζινό: Υπάρχει μόνον ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο καταλαμβάνεται, ύστερα από ισχυρό μπαράζ πυροβολικού, από μια μονάδα Μηχανικού και αφού όλοι οι υπερασπιστές του (104 άνδρες) πέφτουν νεκροί. Οι Γερμανοί απλά παρακάμπτουν την υπόλοιπη γραμμή, η Γερμανική Αεροπορία απλά πετά από πάνω της, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα, κλεισμένα στο μπετονένιο οχυρό τους, δεν μπορούν να μετακινηθούν (δεν διαθέτουν μεταφορικά μέσα ούτε θωρακισμένα) και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις μηχανοκίνητες και θωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών.
Το αποτέλεσμα είναι η στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας: Στις 14 Ιουνίου καταλαμβάνεται το Παρίσι και τότε, ενώ τα Γαλλικά στρατεύματα υποχωρούν, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τη γραμμή Μαζινό, αφού πρώτα την αποκόπτουν ολοσχερώς από την υπόλοιπη Γαλλία.
         Η γραμμή Μαζινό δεν καταστράφηκε κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά τον Πόλεμο επανδρώθηκε (μερικώς) και πάλι και έγιναν κάποιες τροποποιήσεις. Ωστόσο, το 1966 η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η γραμμή εγκαταλείφθηκε. Με την έναρξη του γαλλικού πυρηνικού εξοπλιστικού προγράμματος ορισμένα τμήματα πωλήθηκαν (ως καταφύγια) σε ιδιώτες, ενώ τα υπόλοιπα εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα μόνον ένα οχυρό παραμένει σε ενεργή "υπηρεσία", αυτό στο Χόχβαλντ (Hochwald) και χρησιμοποιείται ως καταφύγιο της Διοίκησης της Αεροπορικής Βάσης του Ντράχενμπρον (Drachenbronn).