Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΣ

Κορυφαία αντιστασιακή πράξη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Υπήρξε αποτέλεσμα της συνεργασίας των δύο μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων, του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, υπό την υψηλή καθοδήγηση βρετανών κομάντος.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1942 μία ομάδα αποτελούμενη από δώδεκα κομάντος, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Έντι Μάιερς και τον ελληνομαθή ταγματάρχη Κρις Γουντχάουζ, έπεσε με αλεξίπτωτα στην περιοχή της Γκιώνας. Ανάμεσά τους ήταν ο Ελλαδίτης Θεμιστοκλής Μαρίνος κι ένας Κύπριος με το κωδικό όνομα «Γιάννης». Σκοπός τους, να έλθουν σε επαφή με έλληνες αντάρτες και να υλοποιήσουν την «Επιχείρηση Χάρλινγκ», που είχε σχεδιάσει το Συμμαχικό Στρατηγείο στο Κάιρο.
Το σχέδιο συνίστατο στην ανατίναξη μιας από τις τρεις γέφυρες Παπαδιάς, Ασωπού και Γοργοποτάμου (και οι τρεις βρίσκονται στον ορεινό όγκο του Μπράλλου), πάνω από τις οποίες διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Αθηνών. Ήταν η μοναδική αξιόπιστη δίοδος προς τα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας και η αχρήστευσή της θα προκαλούσε τη διακοπή του ανεφοδιασμού της γερμανικής στρατιάς του Ρόμελ στη Βόρειο Αφρική. Βρισκόμαστε λίγο πριν από την Μάχη του Ελ Αλαμέιν, που θα έκρινε πολλά για την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή αυτή.
Τις επόμενες μέρες ο Μάιερς με τον λοχαγό Χάμσον κατόπτευσαν και τις τρεις πιθανές για σαμποτάζ περιοχές και έκριναν ότι η γέφυρα του Γεργοποτάμου ήταν ο ευκολότερος στόχος. Έπρεπε, όμως, να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των αντάρτικων ομάδων για να έχει πιθανότητα επιτυχίας η επιχείρηση.
Στις 19 Νοεμβρίου ο Μάιερς έσπευσε προς συνάντηση του Ναπολέοντα Ζέρβα, ηγέτη του ΕΔΕΣ στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Την επομένη αφίχθη και ο ηγέτης του ΕΛΑΣ, Άρης Βελουχιώτης. Όλοι συμφώνησαν ότι στόχος του σαμποτάζ θα ήταν η γέφυρα του Γοργοποτάμου, ενός παραποτάμου του Σπερχειού ποταμού. Τρεις μέρες αργότερα έγινε η κατόπτευση του χώρου από κοινή ομάδα ανταρτών και στις 22 Νοεμβρίου καταστρώθηκε το τελικό σχέδιο. Η επιχείρηση ορίστηκε για τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου.
Η γέφυρα του Γοργοποτάμου φυλασσόταν από 100 ιταλούς και 5 γερμανούς στρατιώτες. Η φρουρά διέθετε βαριά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα και η εξουδετέρωσή της απαιτούσε κεραυνοβόλα ενέργεια. Στην επιχείρηση αποφασίστηκε να λάβουν μέρος 150 άνδρες (86 του ΕΛΑΣ, 52 του ΕΔΕΣ και οι 12 κομάντος). Το σχέδιο προέβλεπε την εξουδετέρωση ή την παρενόχληση της φρουράς από τους αντάρτες, την ώρα που οι κομάντος θα τοποθετούσαν τα εκρηκτικά για την ανατίναξη της γέφυρας.Στις 11:07 το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου εκδηλώθηκε η επίθεση εναντίον της φρουράς και στα δύο άκρα της γέφυρας. Όλα κυλούσαν σύμφωνα με το σχέδιο και στη 1:30 το πρωί της 26ης Νοεμβρίου ανατινάχθηκε ένα τμήμα της γέφυρας για να ακολουθήσει στις 2:21 η ανατίναξη ενός δεύτερου, που την έβγαλε οριστικά εκτός λειτουργίας. Εν τω μεταξύ, ένα τρένο με ιταλούς στρατιώτες εμποδίστηκε από τους αντάρτες και δεν μπόρεσε να προσφέρει ενισχύσεις.
Στις 4:30 το πρωί και ο τελευταίος αντάρτης είχε αποχωρήσει από την περιοχή του σαμποτάζ και βρισκόταν στην τοποθεσία Καλύβια, όπου ήταν το σημείο συνάντησης. Από τους 150 άνδρες που έφεραν σε πέρας την «Επιχείρηση Χάρλινγκ» μόνο τέσσερις τραυματίστηκαν, ενώ η φρουρά της γέφυρας έχασε 20 με 30 στρατιώτες. Σε αντίποινα, λίγες μέρες αργότερα στον χώρο της κατεστραμμένης γέφυρας εκτελέστηκαν 9 έλληνες πατριώτες.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου ήταν μία από τις μεγαλύτερες πράξεις δολιοφθοράς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της κατεχόμενης Ευρώπης και έδωσε κουράγιο στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Όμως, οι επιπτώσεις της στο βορειοφρικανικό μέτωπο ήταν πολύ περιορισμένες, επειδή η εκτέλεση της επιχείρησης πραγματοποιήθηκε κατόπιν εορτής, έχοντας καθυστερήσει κατά δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό οι δυνάμεις του Ρόμελ, έχοντας χάσει τη Μάχη του Ελ Αλαμέιν, μετατοπίστηκαν δυτικότερα κι έτσι ο ανεφοδιασμός τους μέσω Ελλάδος δεν έπαιζε κανένα ρόλο.
Χρόνια αργότερα κατά τον εορτασμό της επετείου στις 29 Νοεμβρίου 1964 σημειώθηκε ένα αιματηρό περιστατικό. Από την ανατίναξη μιας ξεχασμένης βόμβας σκοτώθηκαν 13 και τραυματίστηκαν 45 άνθρωποι. Το 1982 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου καθιέρωσε την επέτειο της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου ως επίσημο εορτασμό της Εθνικής Αντίστασης.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr

O Άρης Βελουχιώτης

O Άρης Βελουχιώτης, (πραγματικό όνομα Αθανάσιος Κλάρας__Λαμία, 27 Αυγούστου 1905 – Μεσούντα Άρτας, 15 Ιουνίου 1945), ήταν αρχικαπετάνιος του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ). Ήταν ηγετική, αλλά και αμφιλεγόμενη, μορφή της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ελλάδας. Ήταν ο ουσιαστικός ιδρυτής και καθοδηγητής του ΕΛΑΣ και από τους πιο επίμονους υπέρμαχους για τον αντιστασιακό αγώνα και την ελεύθερη διενέργεια δημοψηφίσματος μετά την απελευθέρωση, που θα αποφάσιζε για την επιστροφή του βασιλιά και τον τύπο του πολιτεύματος.[1] Υπήρξε μια από τις τραγικότερες και πιο αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
O Αθανάσιος Κλάρας γεννήθηκε στη Λαμία σε εύπορη και ευυπόληπτη οικογένεια της ρουμελιώτικης αυτής πόλης. O πατέρας του, Δημήτριος, ήταν δικηγόρος. Είχε διατελέσει πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Λαμίας. Η μητέρα του, το γένος Ζέρβα (με πιθανή μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Ζέρβα), ήταν από οικογένεια συμβολαιογράφου. Ο Αθανάσιος Κλάρας δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Σπούδασε οικότροφος στην Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή της Λάρισας στην οποία εισήχθη το 1919 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Μετά την αποφοίτησή του, το 1922 και με τις φροντίδες του πατέρα του διορίζεται σαν Γεωπόνος, στη Γεωργική Υπηρεσία. Υπηρετεί πρώτα στη Δράμα και το 1923 στα Τρίκαλα. Και στις δύο υπηρεσίες έρχεται σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του και τελικά παραιτείται, επειδή αρνήθηκε να «συμμετάσχει στα ρουσφέτια της εποχής».
Από το 1924 και μετά κατεβαίνει στην Αθήνα, έρχεται σε επαφή με τον κομμουνιστή συμπατριώτη του απ' τη Λαμία, Τάκη Φίτσιο. Μετά από μια περίοδο δοκιμής εντάχθηκε στην κομμουνιστική νεολαία και αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών του κομμουνισμού. Το 1925 κατατάσσεται στο στρατό και γίνεται Δεκανέας Πυροβολικού, αλλά μόλις γίνεται αντιληπτή η κομμουνιστική του δράση καθαιρείται από δεκανέας και στέλνεται στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου. Απολύεται το 1927 απ' το στρατό και κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα ο οποίος πλέον χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο "Μιζέριας". Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι έτσι τον αποκαλούσαν οι φίλοι του λόγω της μεγάλης ευταξίας του ακόμα και στα απλούστερα πράγματα που χρησιμοποιούσε. Από τότε και στο εξής η ζωή του είναι ταυτισμένη με τον κομμουνιστικό αγώνα και τις πολιτικές διώξεις.
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου θα συλληφθεί αρκετές φορές (έχοντας δραπετεύσει εν τω μεταξύ ουκ ολίγες) και θα εξορισθεί στην Γαύδο. Τον Ιούνιο του 1939 βρέθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, μαζί με τον ηγέτη του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Όπως πολλά μέλη του κόμματος εκείνη την εποχή είχε ένα σκληρό δίλημμα: να υπογράψει μια δήλωση μετανοίας με την οποία θα αποποιείτο τον Κομμουνισμό και να αφεθεί ελεύθερος ή να αρνηθεί και να μείνει στη φυλακή. Τελικά υπέγραψε δήλωση. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε ως λοχίας πυροβολικού. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, άρχισε την αντιστασιακή δράση πιέζοντας το ΚΚΕ για ανάληψη ένοπλου αγώνα. Μετά την επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ, το ΚΚΕ τελικώς θα δώσει άδεια στον Κλάρα να ξεκινήσει την στρατολόγηση ενόπλων.
Τον Ιανουάριο του 1942 ανέβηκε στο βουνό για τη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων και ίδρυσε τον ΕΛΑΣ (ως ένοπλο σώμα του ΕΑΜ). Το Φεβρουάριο του 1942 είχε συγκροτήσει ένοπλη ομάδα από 15 άνδρες και άρχισε τον αγώνα από το χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας. Παρουσιάστηκε ως "ταγματάρχης πυροβολικού του ελληνικού στρατού" ώστε να αποκτήσει κύρος ανάμεσα στους χωρικούς και κατάφερε με ατσάλινη πειθαρχία να αυξήσει εντυπωσιακά τη δύναμη του ΕΛΑΣ. Η φήμη του εδραιώθηκε μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου τη νύχτα 25-26 Νοεμβρίου 1942, που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία ανταρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη, του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και Άγγλων αξιωματικών. Ακολούθησε τον Δεκέμβριο του 1942 η επιτυχία του κατά τη σύγκρουση του με ιταλικό σύνταγμα στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας και σειρά άλλων επιχειρήσεων. Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης προκαλεί ότι ο Βελουχιώτης είχε συγκροτήσει και ειδική ομάδα προσωπικής φρουράς, τους λεγόμενους Μαυροσκούφηδες.
Μετά την επιτυχία που είχε η συνεργασία των ανταρτικών ομάδων στην ανατίναξη του Γοργοπόταμου, καταβλήθηκε προσπάθεια για την εδραίωση της συνεργασίας των αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων. Οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν και η αποτυχία επισφραγίστηκε ύστερα από μια άκαρπη συνάντηση του Αρη Βελουχιώτη με τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον υπαρχηγό της βρετανικής αποστολής, Κρις Γούντχαουζ στη Ροβελίστα της Ηπείρου (Δεκέμβριος του 1942). Η αποτυχία αυτή είχε ως επακόλουθο την ένταση μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτικών ομάδων, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η δολοφονία του συνταγματάρχη της ΕΚΚΑ Δημήτριου Ψαρρού από στέλεχος του ΕΛΑΣ. Για το έγκλημα αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνος και εντολοδόχος ο Βελουχιώτης (όπως και για διάφορα άλλα περιστατικά ελασίτικης βίας και τρομοκρατίας στην ορεινή ύπαιθρο, χωρίς να είναι σίγουρο ότι είχε πάντοτε γνώση των γεγονότων), αν και ο ίδιος δεν ήταν παρών στη δολοφονία.
Από τη Ρούμελη, λίγο πριν την απελευθέρωση, ο Βελουχιώτης κατέβηκε στην Πελοπόννησο και πολέμησε ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ της περιοχής εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας, που αποτελούσαν τις δυνάμεις ασφαλείας των κατοχικών κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα αιματηρές για τα Τάγματα Ασφάλειας, αλλά και για τον ΕΛΑΣ, ήταν οι συγκρούσεις που έγιναν σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα στο Μελιγαλά, μετά τον Σεπτέμβριο του 1944 όταν άρχισαν να αποχωρούν οι Γερμανοί. Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1944, ο Βελουχιώτης, με τη μεσολάβηση του υπουργού της εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δέχθηκε να αναστείλει τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Τον επόμενο μήνα έφυγε για τη Ρούμελη, τις μέρες της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, και μπήκε θριαμβευτικά στη Λαμία, κατέθεσε στεφάνι στον παιδικό του ήρωα Αθανάσιο Διάκο και έβγαλε τον διάσημο λόγο του. Τον Νοέμβριο του 1944 σε σύσκεψη καπετάνιων του ΕΛΑΣ πρότεινε να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ για την αναμενόμενη σύγκρουση με τους Άγγλους:
«Αν ζήσει κανένας σας να θυμάται τα λόγια αυτά. Οι Εγγλέζοι θα σας σφάξουν όλους σαν αρνιά, εγώ στα χέρια τους δε θα πέσω, γιατί τα βουνά με ξέρουν. Με την πέτρα προσκέφαλο, την ψείρα συντροφιά, την κάπα σκέπασμα δε θα με ιδούνε ζωντανό στα χέρια τους. Αυτό θέλω να το θυμάστε αν κανένας σας ζήσει.»

Τελικά ο Άρης Βελουχιώτης δεν έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά της Αθήνας. Η υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας από το ΚΚΕ στις αρχές του 1945, οδήγησε στην παράδοση μεγάλου αριθμού όπλων και τη διάλυση του ΕΛΑΣ και σήμανε την έναρξη διώξεων και αντεκδικήσεων εναντίον των κομμουνιστών. Ο Άρης Βελουχιώτης ήρθε τότε σε ανοιχτή σύγκρουση και ρήξη με το ΚΚΕ θεωρώντας τη συμφωνία "προδοσία των απλών ανταρτών" και αρνήθηκε να παραδώσει όπλα. Συνέχισε την αγωνιστική δράση του, σκοπεύοντας να ιδρύσει Μέτωπο Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ) και τον νέο ΕΛΑΣ με στόχο τον αγώνα εναντίον των Άγγλων και της νέας ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Βελουχιώτης αρχικά είχε υπογράψει με τον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, αργότερα όμως κατηγόρησε με δριμύτητα την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ για την εσφαλμένη τακτική της, που, κατά την άποψη του, οδηγούσε στην "εγκαθίδρυση των Άγγλων στην Ελλάδα και στη δίωξη των αγωνιστών του ΕΑΜ".
Έτσι, παρά την αρχική αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον του νέου ζυγού. Η ενέργειά του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ηγεσίας του ΚΚΕ (Νίκου Ζαχαριάδη), που τον αποκήρυξε.
Η τότε ηγεσία του ΚΚΕ τον κατήγγειλε ανοιχτά με κατηγορίες όπως "τυχοδιωκτικό και ύποπτο στοιχείο" βγάζοντας απόφαση με σύνθημα "ούτε φαϊ, ούτε νερό στον Μιζέρια" (προπολεμικό παρατσούκλι του Άρη). Στο τέλος το ΚΚΕ τον διέγραψε και από μέλος του. Η απόφαση του ΚΚΕ για διαγραφή του Βελουχιώτη ανακοινώθηκε την ίδια μέρα με την αυτοκτονία του στη Μεσούντα (περιοχή του Αχελλώου) δηλαδή στις 16 Ιουνίου 1945.Το ΚΚΕ αποφάσισε να αποκαταστήσει πολιτικά τον Βελουχιώτη, κατά την πανελλαδική συνδιάσκεψη που έγινε στις 16 Ιουλίου 2011. Ενώ στην απόφαση τονίζεται ότι ο Βελουχιώτης "είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας", ωστόσο δεν αποκαταστάθηκε η κομματική του ιδιότητα. Η κομματική του ιδιότητα δεν αποκαταστάθηκε διότι, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ίδια Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, παραβίασε την κομματική πειθαρχία, καθώς και ότι αξιοποίησε τη φήμη και τον σεβασμό που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά δυνατή τη μετά θάνατο αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας. Η επίσημη τελετή πραγματοποιήθηκε στη Λαμία, στις 9 Οκτωβρίου 2011.
Στις 15 Ιουνίου 1945 ο Άρης Βελουχιώτης είχε κυκλωθεί στη Χαράδρα του Φάγκου (Αχελώος Ποταμός) στο χωριό Μεσούντα του Νομού Άρτας, δυτικά από ομάδες της "Εθνοφυλακής", που είχαν σταλεί για να τον συλλάβουν με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Βόιδαρο (120 άτομα), και ανατολικά τον καταδίωκε τμήμα του Ελληνικού Στρατού, ειδικά επιλεγμένο από μέλη του ΚΚΕ, στο οποίο συμμετείχε ο Ρίζος Μπόκοτας. Μέχρι το 2004, στην επίσημη ιστοριογραφία υπήρχαν διχογνωμίες αν ο Άρης Βελουχιώτης αυτοκτόνησε ή αν εκτελέστηκε από το απόσπασμα καταδίωξης. Σύμφωνα με το βιβλίο του ΓΓ του ΕΑΜ, Νίκου Αποστόλου. ο Άρης και ο Τζαβέλας αυτοκτόνησαν με χειροβομβίδα στην κοιλιά, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Βελουχιώτης αυτοκτόνησε με περίστροφο. Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, η σύγχυση σχετικά με τα αίτια θανάτου του Βελουχιώτη προκλήθηκε επειδή ο Τζαβέλας αυτοκτόνησε ο ίδιος με χειροβομβίδα αγκαλιάζοντας τον νεκρό Βελουχιώτη, αλλά εξέταση της κεφαλής του Άρη μετά από ημέρες στα Τρίκαλα, έδειξε θανάσιμο τραύμα από σφαίρα στο δεξί αυτί. Kατόπιν το τάγμα εθνοφυλάκων καταδιώξής των, αποκεφάλισε τα πτώματά τους. Μάλιστα βάλανε τον αιχμάλωτο αντάρτη του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Δράκο να κάνει τους αποκεφαλισμούς.
Τα κεφάλια Άρη Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα τα μετέφεραν και τα επέδειξαν με γλέντια σε κατοίκους πρώτα στο χωριό Μυρόφυλλο και κατόπιν τα πήγαν στα Τρίκαλα. Εκεί κρεμάστηκαν σε κεντρικό φανοστάτη της πλατείας Ρήγα Φεραίου. «Το κρέμασμα των κεφαλιών ακολουθεί μια γιορτή ζούγκλας που διαρκεί ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες, βασιλικά θούρια και με το "Ζέρβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς..."». Στη συνέχεια ήρθε στα Τρίκαλα ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Ναπολέων Ζέρβας (ξυρισμένος πλέον, χωρίς μούσι) για να επιβεβαιώσει την ταυτότητα, και στη συνέχεια τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και είναι άγνωστο τι απέγιναν. Για το γεγονός αυτό πέραν της φωτογραφίας που είναι διαθέσιμη, κάνει αναφορά με ειδική σκηνή ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος στην ταινία του «Ο Θίασος» (1976). Υπήρχαν πληροφορίες ότι τα ταριχευμένα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών και αργότερα στο Εγκληματολογικό Μουσείο Αθηνών, το οποίο στεγάζεται στην Έδρα Ιστολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Γουδί, όπου υπήρχαν τα κεφάλια των ληστών Γιαγκούλα, Νταβέλη κ.λπ.
Ο Βελουχιώτης είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι απόψεις για το πρόσωπό του κυμαίνονται από τον θαυμασμό έως τον αποτροπιασμό. Οι υποστηρικτές και θαυμαστές του επισημαίνουν την προσφορά του στην εθνική αντίσταση και στη δημιουργία του μεγαλύτερου άτακτου (αντάρτικου) στρατού στην ελληνική ιστορία (του ΕΛΑΣ), ενώ η άλλη πλευρά αμφισβητεί τα κίνητρα της αντιστασιακής του δράσης και τονίζει τη σκληρότητα και βιαιότητα (έως και περιπτώσεις βασανιστηρίων και εκτελέσεων) με την οποία αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του, καθώς και πληθυσμούς της υπαίθρου οι οποίοι τύχαινε να θεωρηθούν αντικομμουνιστικών φρονημάτων (χωρίς να είναι απαραίτητα συνεργάτες των Γερμανών). Με μεγάλη σκληρότητα αντιμετώπιζε και τους συντρόφους του όταν έπεφταν σε παραπτώματα. Υπάρχουν περιστατικά, στο βιβλίο του Κοτζιούλα, λαϊκών δικαστηρίων και εκτελέσεων ακόμα και για μικροκλοπές και παρενόχλησεις γυναικών.

Χιουρέμ

Η Χιουρέμ ή Ροξελάνα (Haseki Hürrem Sultan), που γεννήθηκε το 1506 στο Rohatyn, στο Βασίλειο της Πολωνίας και πέθανε στις 15 Απριλίου του 1558 στο παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, ήταν σύζυγος του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς. Το πλήρες όνομά της ήταν Αλεξάνδρα Αναστασία Λισόφσκα. Ως Ροξελάνα είναι γνωστή στα ευρωπαϊκά κυρίως κείμενα, ενώ ως Χιουρέμ στα τούρκικα. Το όνομα Χιουρέμ της δόθηκε από τον ίδιο τον Σουλεϊμάν Α΄ και σημαίνει "η προσηνής, αυτή που σε κάνει χαρούμενο".
Σύμφωνα με πηγές του 16ου και του 17ου αιώνα, φαίνεται ότι ο πατέρας της Χιουρέμ ήταν Ουκρανός Ορθόδοξος παπάς. Τη δεκαετία του 1520, την απήγαγαν Κριμαίοι Τάταροι κατά τη διάρκεια μίας από τις συχνές επιδρομές τους και οδηγήθηκε ως σκλάβα, πιθανώς πρώτα στην κριμαϊκή πόλη Kaffa και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, από όπου και επιλέχθηκε για το χαρέμι του Σουλτάνου Σουλεϊμάν.
Γρήγορα κέρδισε την προσοχή του κυρίου της και προσέλκυσε τη ζήλια των αντιπάλων της. Μία μέρα η χασεκί σουλτάν, ή πρώτη ανάμεσα στις γυναίκες του χαρεμιού του Σουλεϊμάν, η παλλακίδα Μαχιντεβράν (που επίσης ονομαζόταν Γκιουλμπαχάρ, "gül" σημαίνει ρόδο και "bahar" σημαίνει άνοιξη), ήρθε σε διαμάχη με τη Χιουρέμ και την τραυμάτισε βαριά. Εξοργισμένος από αυτό το γεγονός, ο Σουλεϊμάν εξόρισε την Μαχιντεβράν στην επαρχιακή πόλη της Μανίσα, μαζί με τον γιο της και νόμιμο διάδοχο του θρόνου, Μουσταφά. Μετά από αυτά, η Χιουρέμ έγινε η νέα χασεκί σουλτάν. Αρκετά χρόνια αργότερα, εξαιτίας του φόβου για επανάσταση (φόβος που ίσως προκλήθηκε από την Χιουρέμ), ο Σουλεϊμάν διέταξε να στραγγαλιστεί ο Μουσταφά. Μετά το θάνατο του γιου της, η Μαχιντεβράν έχασε την ισχύ της στο παλάτι ως μητέρα του διαδόχου και αποσύρθηκε στην Προύσα.
Η επιρροή που ασκούσε η Χιουρέμ στον Σουλτάνο σύντομα έγινε καταλυτική. Η ίδια επρόκειτο να χαρίσει στον Σουλεϊμάν έξι παιδιά: τον Μεχμέτ (Mehmed), την Μιχριμάχ (Mihrimah), τον Σελίμ Β΄ (Selim), τον Βαγιαζήντ (Beyazid), τον Αμπντουλάχ (Abdullah) και τον Τζιχανγκίρ (Cihangir ) σε μία εκπληκτική ρήξη με την παράδοση καθώς η ίδια ήταν πρώην χριστιανή. Τελικά, έγινε νόμιμη σύζυγος του Σουλτάνου. Αυτό της έδωσε μεγαλύτερη ισχύ στο παλάτι και στο τέλος κατόρθωσε να κάνει έναν από τους γιους της, τον Σελίμ, κληρονόμο της Αυτοκρατορίας. Επίσης, η Χιουρέμ ίσως να έδρασε και ως σύμβουλος του Σουλτάνου σε θέματα του κράτους, και φαίνεται να είχε μεγάλη επιρροή πάνω σε ξένα ζητήματα και τη διεθνή πολιτική. Δύο από τα γράμματά της στον Βασιλιά Σιγισμούνδο Β΄ της Πολωνίας αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σε γενικές γραμμές ειρηνικές σχέσεις με το Πολωνικό κράτος στα πλαίσια μιας Οθωμανο-Πολωνικής συμμαχίας. Επιπλέον, μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πιθανώς εκείνη επενέβη με τον σύζυγό της στον περιορισμό των αρπαγών σκλάβων από τους Κριμαίους Τατάρους στην περιοχή απ' όπου καταγόταν.
Πέρα από την ενασχόλησή της με την πολιτική, η Χιουρέμ ασχολήθηκε επίσης με διάφορα σημαντικά έργα σε δημόσια κτίρια, από την Μέκκα ως την Ιερουσαλήμ. Ανάμεσα στα πρώτα ιδρύματα που κατασκεύασε ήταν ένα τζαμί, δύο μεντρεσέδες (σχολεία για τη διδαχή του Κορανίου), ένα συντριβάνι και ένα γυναικείο νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σκλαβοπάζαρο γυναικών (Avrat Pazarı) στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον καθιέρωσε ένα λουτρό, το Χασεκί Χιουρέμ Σουλτάν Χαμάμι, για να εξυπηρετείται η κοινότητα των προσκυνητών του τεμένους της Αγιά-Σοφιάς. Η ίδια ίδρυσε επίσης το 1552 στην Ιερουσαλήμ το Χασεκί Σουλτάν Ιμαρέτ, ένα δημόσιο συσσίτιο απόρων όπου παρεχόταν φαγητό στους φτωχούς και σ' αυτούς που το είχαν ανάγκη.
Η Ροξελάνα ή Χιουρρέμ πέθανε το 1558 στις 15 Απριλίου και θάφτηκε σ' ένα θολωτό μαυσωλείο (Τουρμπέ), διακοσμημένο με εξαίσια πλακίδια Νικαίας (τουρκ. İznik, η Νίκαια της Βιθυνίας) που απεικονίζουν τον κήπο του παραδείσου, πιθανώς προς τιμήν του γελαστού και χαρούμενου χαρακτήρα της. Το μαυσωλείο της βρίσκεται δίπλα σε αυτό του Σουλεϊμάν, ένα ξεχωριστό μαυσωλείο με πιο λιτή δομή του θολωτού, στον κήπο του Τζαμιού του Σουλεϊμάν.