Ο Ιωάννης Βαρβάκης (1745 ή 1750-1825) ήταν εθνικός ευεργέτης από τα Ψαρά. Ο Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά στις 24 Ιουνίου 1745 ή 1750 και ήταν γιος του Ανδρέα Λεοντή (Λεοντίδη) και της Μαρώς Μόρου.
Στα Ψαρά υπήρχαν και υπάρχουν πολλά πουλιά τα οποία έχουν μεγάλα και
αυστηρά μάτια και ανήκουν σε είδος γερακιού Ιέραξ ο οξύπτερος. Τα πουλιά
αυτά οι Ψαριανοί τα ονόμαζαν και τα ονομάζουν Βαρβάκια. Οι συνομήλικοί
του, βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την
ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν Βαρβάκι. Φαίνεται ότι η
προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο. Έτσι πέρασε στην
ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας
στην τσαρική Ρωσία.
Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καραβοκύρης. Ο μικρός Γιάννης ήταν γύρω στα
οκτώ όταν ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει τα της ναυτιλίας και στα
δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να
χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού. Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του
παρτσινέβελο δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του και στα 18 του ναυπήγησε
την πρώτη γαλιότα. Στράφηκε στην πειρατεία οπως το σύνολο των Ψαριανών.
Κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος σαν κυβερνήτης πυρπολικού, ενώ ήταν ήδη πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. Κατά τα Ορλωφικά (1770), ήταν ένας από τους Έλληνες ορθοδόξους που συντάχθηκε με τα στρατεύματα της Αικατερίνης Β' ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ψαριανός πλοιοκτήτης εκποίησε ολόκληρη την περιουσία του για να
εξοπλίσει με κανόνια και να επανδρώσει με στρατιώτες ένα από τα πλοία
του, που θα έπεφτε στη μάχη ενάντια στους Τούρκους. Εκείνος θα ήταν ο καπετάνιος. Όμως δεν πρόλαβε να αναλάβει δράση. Ο σουλτάνος υπέγραψε ειρήνη, παραχωρώντας στη Ρωσία τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ο Βαρβάκης, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο, από το 1770 έως το 1774,
έτσι κι αυτός... ξέμεινε, αναγκασμένος να τα βγάλει πέρα μόνος του με
τους Οθωμανούς. Εκεί κατόρθωσε να πάρει μια μικρή αποζημίωση για ένα
πυρπολικό του που καταστράφηκε στον Τσεσμέ.
Μετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα. Όντας επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη,
χωρίς να υπολογίζει το πόσο εχθρικό ήταν το περιβάλλον εκεί για αυτόν .
Το πλοίο του κατασχέθηκε, ο ίδιος βρέθηκε μπλεγμένος με τις αρχές και
εκδιώχθηκε. Χωρίς δραχμή
στην τσέπη, αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από την Αικατερίνη - κάτω από
δυσμενείς συνθήκες, αφού αυτό σήμαινε να περπατήσει απόσταση 5.000
χιλιόμετρων μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνάντησε τον Ποτέμκιν, εραστή της Αικατερίνης,
ο οποίος μεσολάβησε ώστε η Τσαρίνα να τον δεχθεί. Η Αικατερίνη
αποδείχθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη δίνοντάς του ένα πουγκί με 10.000
χρυσά ρούβλια και μια άδεια απεριόριστης και αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία.
Από την Αγία Πετρούπολη κίνησε για το Αστραχάν,
χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την
άδεια αλιείας. Κι αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα
αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της
στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον
Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με
την αλιεία. Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και
να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι
στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η
«επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με
οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα
ψάρια.
Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι
χωρικοί. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο,
κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από
την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι. Όμως αντιμετώπιζε κι
εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς
αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να
ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά
παστωμένο κι αν ήταν.
Η λύση βρέθηκε. Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν
προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι
διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή
φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν
στην Ελλάδα. Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές
δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την
επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ.Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του,για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας
της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα
έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του. Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος
από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία,
γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη
Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και
γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος
ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε πάρα πολλά στον Αγώνα πριν και κατά την
περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά βοήθησε με πάρα πολλούς
τρόπους τις ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία
και ιδιαίτερα την κοινότητα της πόλης που έμενε. Από την τσαρική
κυβέρνηση μαζί με το παράσημο είχε ανακηρυχτεί αρχηγός των ευγενών του Αστραχάν. Αυτός ο τίτλος, εκτός από την περιουσία του, συντέλεσε, ώστε να έχει μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Ρώσων ευγενών.
Ο Βαρβάκης με έξοδα δικά του εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς
Έλληνες αιχμαλώτους. Ο Βαρβάκης πάνω απ' όλα βοήθησε τον αγώνα των
Ψαριανών, των συμπατριωτών του. Έστειλε τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες.
Ενώ επέστρεφε το 1825 στη Ρωσία (μέσω Τεργέστης) πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου.
Στη διαθήκη του άφησε 1.000.000 ρούβλια κληροδότημα για την ίδρυση του
Βαρβακείου Λυκείου, και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο
ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Κατέθεσε τα χρήματα που
χρειάστηκαν για την ανέγερσή του σε ρωσική τράπεζα και το 1857 άρχισε το κτίριο της Βαρβακείου Σχολής, με σχέδια και επίβλεψη του Παναγιώτη Κάλκου. Άρχισε να κτίζεται για να ολοκληρωθεί το 1859. Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε η κλειστή αγορά της Αθήνας (Βαρβάκειος Αγορά) , ενώ επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό Καππαδοκίας,
την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Το
Βαρβάκειο Λύκειο κτίστηκε κοντά στη σημερινή οδό Αθηνάς. Ιδρύθηκε το 1857 και από το 1886 και μετά λειτούργησε σαν Πρακτικό Λύκειο, αφιερωμένο σχεδόν αποκλειστικά στη σπουδή των θετικών επιστημών. Ήταν το μοναδικό Λύκειο του είδους του στη χώρα για πολλά χρόνια. Το παλιό κτίριο καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά (1944). Σήμερα λειτουργεί γυμνάσιo και λύκειο με το όνομα «Βαρβάκειος Σχολή» σε νέο κτίριο στα όρια του Δήμου Αθηναίων και δήμου Παλαιού Ψυχικού.