Οι αρχαίοι
Έλληνες λόγω στης γεωγραφικής θέσης την οποία κατείχαν, στην καρδία της
Μεσογείου, είχαν αναπτύξει στενές εμπορικές επαφές με τους γειτονικούς τους
λαούς ήδη από την εποχή του Χαλκού. Πρώτοι οι Μινωίτες με τον αξιοθαύμαστο
πολιτισμός τους, μη έχοντας εσωτερικές διαμάχες ή εξωτερικές απειλές και όντας
εξαιρετικοί ναυτικοί, δημιούργησαν μια θαλασσοκρατορία η οποία βασιζόταν στο
θαλάσσιο εμπόριο αλλά και στην πειρατεία. Σύντομα οι Κρήτες είχαν δημιουργήσει
ένα δίκτυο στον ελλαδικό χώρο ,το οποίο μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα
(κυρίως κεραμικά),σε κοντινά νησιά όπως τα Κύθηρα, η Ρόδος και η Θήρα. Δίκτυο
το οποίο δεν άργησε να επεκταθεί στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα και στα
παράλια της Μ. Ασίας επηρεάζοντας καταλυτικά τους υπόλοιπους Έλληνες. Αλλά δεν
αρκέστηκαν μόνο στον αιγιακό χώρο αλλά
προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω. Οι επαφές τους με τους Αιγυπτίους ήταν κάτι
περισσότερο από τυπικές όπώς μαρτυρά η ανεύρεση των περίφημων καμαραϊκών αγγείων.
Στενές σχέσεις δεν είχαν μόνο με τους Αιγυπτίους αλλά και με τους κατοίκους της
Συροπαλαιστινιακής ακτής. Δείγμα αυτών των σχέσεων ήταν η ανακάλυψη μίας
ενεπίγραφης φοινικικής φιάλης που βρέθηκε στην Κνωσό.
Οι Μυκηναΐοι πολύ αργότερα θα ακολουθήσουν τα χνάρια των
Μινωιτών. Αυτή η αργή εξάπλωση των Μυκηναΐων αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων
χωρίζεται σε δύο περιόδους : στην πρώτη περίοδο που καλύπτει τους αιώνες από
τον 11ο έως τον 9ο κατά την οποία ιδρύθηκαν αποικίες που
είχαν σαν απώτερο σκοπό τους την
κατάκτηση περισσότερων εδαφών και όχι τόσο για εμπορικούς σκοπούς ονομάστηκαν
αποικίες εγκατάστασης, και στην δεύτερη περίοδο που καλύπτει τους αιώνες από
τον 8ο έως τον 6ο κατά την οποία ιδρύθηκαν αποικίες που ο
κυριότερος σκοπός τους ήταν εμπορικός και ονομάστηκαν αποικίες εκμετάλλευσης.
Η βασικότερη αιτία του πρώτου κύματος της εξάπλωσης ήταν η κάθοδο των
Δωριέων η οποία επέφερε πολλές αλλαγές στον ελλαδικό χώρο. Η ραγδαία αύξηση του
πληθυσμού είχε σαν φυσικό επακόλουθο την λεγόμενη στενοχωρία δηλαδή την έλλειψη
καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Οπότε η ανάγκη
για νέες εκτάσεις έγινε επιτακτική. Αλλά δεν ήταν μόνο η στενοχωρία που ώθησε
τους Έλληνες σε αυτήν την εξάπλωση. Υπήρχαν και καθαρά εμπορικοί
προσανατολισμοί καθότι οι Έλληνες ναι μεν ήταν αυτάρκης και βασίζονταν κυρίως
στην γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά υπήρχε έλλειψη χαλκού, κασσίτερου και άλλων
πολύτιμων λίθων. Και αυτό έκανε την ανάγκη εξεύρεσης κοιτασμάτων πλούσιων σε
μεταλλεύματα επιτακτική καθώς με την συνεχή εξέλιξη της μεταλλουργίας και την
έλλειψη κοιτασμάτων στον ελλαδικό χώρο, εκτός από τα μεταλλεία του Λαυρίου,
υπήρχε σοβαρή έλλειψη. Την λύση της μετανάστευσης ακολούθησαν επίσης και όσοι
ήταν αντίθετοι με τα υπάρχοντα καθεστώτα στις εκάστοτε πόλεις-κράτη. Τρανό
είναι το παράδειγμα των Παρθενίων που ίδρυσαν τον Τάραντα στην Κάτω Ιταλία μετά
τις ταραχές που ξέσπασαν στην Σπάρτη που τους ανάγκασαν να φύγουν.
Ο τρόπος επιλογής
της τοποθεσίας μιας αποικίας εξαρτιόταν κυρίως από το πόσο εύκολη ήταν η
πρόσβαση στην ενδοχώρα καθώς οι αποικίες ήταν κατά κύριο λόγο παραθαλάσσιες.
Παραθαλάσσιες γιατί αυτό τους έδινε την αίσθηση της επαφής με την πατρίδα και
μία διέξοδο στην θάλασσα σε περίπτωση κινδύνου. Αν και οι επαφές μιας αποικίας με
την μητρόπολης της δεν ήταν πάντοτε άριστες αλλά μάλλον κάπως χαλαρές. Παρόλα
αυτά στις αποικίες δημιουργούσαν την κοινωνία τους στα πρότυπα της μητρόπολης
τους και σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούσαν ακόμα και την μητρόπολη. Ειδικά στο
θέμα της νομοθεσίας οι άποικοι τροποποιούσαν τους νόμους τους ανάλογα έτσι ώστε
να είναι πιο δίκαιοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλές μητροπόλεις να μιμούνται
τα νομοθετήματα τους ειδικά όπου είχε καθιδρυθεί η δημοκρατία. Επίσης οι
Έλληνες επέλεγαν να χτίσουν τις πόλεις τους σε κομβικά και καίρια σημεία όπως
σε χερσονήσους και ακρωτήρια (πόλεις Μ.Ασίας όπως η Κνίδος και η Αλικαρνασσός)
αλλά και σε ισθμούς και θαλάσσια περάσματα (όπως το Βυζάντιο, η Ζάγκλη και το Ρήγιο).Σε
αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε την σπουδαιότητα κυρίως των πόλεων κοντά σε
θαλάσσια περάσματα οι οποίες δεν άκμασαν μόνο λόγο του εμπορίου αλλά και από
την φορολόγηση των διερχόμενων εμπορικών καραβιών. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση της Ζάγκλης και του Ρηγίου που έγιναν το μήλο της έριδος ανάμεσα σε
Έλληνες αποίκους και αυτόχθονες λαούς της Σικελίας.
Αυτές οι
εμπορικές επαφές με τους λεγόμενους «βάρβαρους»,έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες
όσους δεν μιλούσαν ελληνικά, είχαν ως αποτέλεσμα μια πολιτιστική και πολιτισμική επιρροή η οποία
υπήρξε ουσιαστική τόσο στον τομέα της ποίησης και της λογοτεχνίας όσο και στον
τομέα της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής. Έτσι οι Έλληνες μαζί με τα προϊόντα
τους προωθούσαν και τον “πολιτισμό” τους.
Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής γραφής στην Μεσόγειο ήταν
γρήγορη και σε αυτό βοήθησε και η εφεύρεση του αλφάβητου το οποίο δανείστηκαν
από τους Φοίνικες. Οι Έλληνες κατάφεραν
να μετατρέψουν, με την εισαγωγή των φωνηέντων, το δυσνόητο φοινικικό αλφάβητο
σε ένα εύχρηστο αλφάβητο το οποίο μπορούσε ο καθένας να το χρησιμοποιήσει. Έτσι
έργα των αρχαίων συγγραφέων κατέκλυσαν
τον τότε γνωστό κόσμο και έγιναν περιζήτητα στις μεγάλες βιβλιοθήκες της
εποχής όπως αυτές της Εφέσου, της Καρχηδόνας, της Περγάμου και φυσικά της
Αλεξάνδρειας. Όμως στον τομέα αυτό οι Έλληνες δεν πήραν μόνο αλλά
έδωσαν κιόλας. Αυτή η διάδοση της ελληνικής γλώσσας και γραφής είχε ως αποτέλεσμα
την υιοθέτηση από τους ιταλικούς λαούς
ενός ελληνικού αλφαβήτου, του χαλκιδικού, το οποίο αποτέλεσε την βάση και το
πρότυπο για την δημιουργία του λατινικού αλφαβήτου. Η ελληνική
γλώσσα, που με μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, ήταν στην ουσία κοινή
για όλους τους Έλληνες εκείνης της περιόδου. Η εφεύρεση
του αλφαβήτου είχε ως αποτέλεσμα την εξέλιξη της γραφής. Πριν όλες οι
γνώσεις, μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά και
έτσι λογικά κάποια στιγμή θα αλλοιώνονταν και σιγά-σιγά θα λησμονούνταν. Τώρα
μπορούσαν οι Έλληνες να καταγράφουν όχι μόνο τα λογοτεχνικά αριστουργήματα αλλά
και τους νόμους τους. Αυτό έδωσε μια νέα ώθηση γενικά σε όλους τους τομείς της
κοινωνικής ζωής αλλά και στο εμπόριο καθώς τώρα ήταν ευκολότερη καταγραφή των
προϊόντων και οι εμπορικές συμφωνίες. Επίσης η γραφή βοήθησε αρκετά στην
κατακόρυφη και αλματώδη άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων καθώς πριν ο
αριθμός των αγράμματων ήταν τεράστιος αφού μέχρι τότε μόνο οι πλούσιοι είχαν
την δυνατότητα για μάθηση.
Εκτός από την
διάδοση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής γραφής μεγάλη ήταν και η
εξάπλωση των ελληνικών κεραμικών καθώς οι άποικοι στις αρχές της μετακίνησης
τους προτιμούσαν να εφοδιάζονται με κεραμικά από την μητρόπολη είτε λόγω
έλλειψης ειδικών κλιβάνων για την κατασκευή τους είτε τα τοπικά κεραμικά δεν
πληρούσαν τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Όπως μας αναφέρει ο Πλάτωνας αυτή η
πρόσμιξη των κουλτούρων είχε σαν αποτέλεσμα να αλληλοδανείζονται στοιχεία οι
Έλληνες από τους βάρβαρους και όποτε δανείζονταν οι Έλληνες κάτι μη ελληνικό το μετέτρεπαν σε κάτι
υψηλότερης τελειότητας. Μεγαλύτερη ώθηση στην μετακίνηση των κεραμικών έδωσε η
ανακάλυψη που ήρθε στο φως ότι τα
κεραμικά μετά την αρχική τους άφιξη στον προορισμό τους δεν αχρηστεύονταν αλλά
επαναχρησιμοποιούνταν όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι. Αν και στην αρχή τα κεραμικά
ήταν απλώς δοχεία μεταφοράς αγαθών στην συνέχεια εξελίχθηκαν σε έργα τέχνης.
Και αυτό φαίνεται στη αλληλοδιαδοχή που είχαν τα είδη των αγγείων. Η
παλαιότερη τεχνοτροπία των μελανόμορφων αγγείων
αντικαταστάθηκε βαθμιαία από την νεότερη των ερυθρόμορφων αγγείων .Έτσι τα
αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία έγιναν περιζήτητα και κατά τον 5ο αιώνα
κυριάρχησαν στην Μεσόγειο .Μάλιστα η αξία αυτών των αγγείων ήταν τέτοια που άρχισαν να
αντιγράφουν και μετά από σχολαστική έρευνα των αρχαιολόγων βρέθηκαν κατά τόπους
μερικές αξιοθαύμαστες απομιμήσεις αυτών των υπέροχων αγγείων. Ξακουστοί είναι επίσης οι λεγόμενοι
αρύβαλλοι οι οποίοι κατασκευάζονταν κυρίως στην Κόρινθο αλλά και πληθώρα από
κρατήρες, κύλικες, κοτυλούς ,οινοχόες, υδρίες, αμφορείς και βεβαία τα
πασίγνωστα μινωικά ρητά.
Η αυξημένη ζήτηση
προϊόντων είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής που στηρίχτηκε και στον
επονομαζόμενο «θεσμό της δουλείας» καθώς υπήρχε η ανάγκη για φτηνά εργατικά
χέρια και από την άλλη οι σκλάβοι δεν είχαν
κανένα πολιτικό δικαίωμα. Αναφορές γι’ αυτήν την δραστηριοποίηση των Ελλήνων
στο δουλεμπόριο βρίσκουμε ακόμα και στη Παλαιά Διαθήκη όπως μας αναφέρει ο Ιεζεκιήλ για τους
περιβόητους «Γιαβάν» που εμπορεύονται “ψυχάς ανθρώπων” στο λιμάνι της Τύρου.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι οικονομικές ανισότητες που συσσώρευσαν τον πλούτο
στα χέρια των πλουσίων ανάγκασαν
ορισμένους φτωχούς οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να εξοφλήσουν την
λεγόμενη μίσθωση να περιέλθουν σε κατάσταση δουλείας. Αυτή ήταν έσχατη λύση
αφού στην ουσία οι φτωχοί έβαζαν τους εαυτούς τους σε «υποθήκη» σαν εγγύηση για
την αποπληρωμή της οφειλής. Έτσι οι σκλάβοι συχνά πωλούνταν και αγοράζονταν σαν
αντικείμενα ή καλύτερα σαν λάφυρα. Ο Ησίοδος από την άλλη μας παραθέτει ένα
ακόμα πρόβλημα της εποχής δηλαδή την αναδιανομή των αγροτικών εκτάσεων ανάμεσα
σε αδέρφια. Εκείνη την εποχή ο πρωτότοκος γιός κληρονομούσε το σύνολο της
πατρικής περιούσιας ενώ στο δευτερότοκο δεν έμενε τίποτα. Έτσι ο Ησίοδος
προτρέπει τον αδερφό του να αποκτήσει μόνο ένα γιό για να του παραχωρήσει όλη
του την περιουσία. Αυτό είναι ενδεικτικό της κατάστασης των αγροτών και το
οποίο σιγά σιγά ώθησε μεγάλο μέρος τους και γενικά όλων των πολιτών στην
εξαθλίωση. Αυτό δημιούργησε έναν αναβρασμό στην κοινωνία και χρειαζόταν μια
σπίθα για να ξεσπάσει μια εξέγερση. Αυτή η κοινωνική ανισότητα έκανε πρόσφορο
το έδαφος για την εμφάνιση των τυραννίδων.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη η εμφάνιση των
τυραννίδων στον ελληνικό χώρο συνδέθηκε και με την ανάπτυξη της ναυτιλίας και
τον πλουτισμό των πόλεων. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην
Κόρινθο που πλούτισε βάσει της στρατηγικής θέσης την οποία κατείχε στο
νευραλγικό χώρο του Ισθμού. Έλεγχε το θαλάσσιο πέρασμα από το Αιγαίο στο Ιόνιο
και από ξηράς τις εμπορικές μετακινήσεις από την Πελοπόννησο προς την υπόλοιπη
Ελλάδα και το αντίστροφο. Έτσι εισέπραττε τις λεγόμενες «προσόδους» δηλαδή στα
εισοδήματα που προέρχονταν όχι τόσο από το εμπόριο αυτό καθ’ αυτό αλλά από την
φορολόγηση του. Παράλληλα η κρίση της αριστοκρατικής κοινωνίας βοήθησε σε αυτή
την δημιουργία των τυραννίδων καθώς όλοι οι οποίοι αποζητούσαν εξουσία, δηλαδή
πολλοί βιοτέχνες και έμποροι που είχαν πλουτίσει μέσω του εμπορίου, οι
εξαθλιωμένοι αγρότες που ζητούσαν δίκαιη αναδιανομή της γης και πολλοί που
ζητούσαν πολιτική ισότητα, και ήταν αριθμητικά περισσότεροι, υποκινήθηκαν από
κάποιο τύραννο ,ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τους
και συνήθως ανήκε στην τάξη των ευγενών και ερχόταν σε αντίθεση με τους
υπόλοιπους ευγενείς. Η τυραννία στην αρχαία Ελλάδα δεν έχει την σημασία που της
δίνουμε σήμερα. Συνήθως τα τυραννικά καθεστώτα ήταν αρεστά στο λαό γιατί
πρέσβευαν τα δικαιώματα τους και οδήγησαν τις εκάστοτε πόλεις σε μια ανοδική
πορεία. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των τυράννων της Μιλήτου Θρασύβουλου,
της Σάμου Πολυκράτη και της Κορίνθου Περίανδρου. Σύμφωνα με τον Νικόλαο τον
Δαμασκηνό ο πρώτος τύραννος της Κορίνθου, ο Κύψελος, πατέρας του Περίανδρου,
κατάφερε με ένα τέχνασμα να πάρει με το μέρος την πλειοψηφία του λαού. Η μη
επιβολή προστίμου ή φυλάκισης ή ακόμα και δουλείας σε όσους δεν είχαν την
δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών τους ήταν ένα πανέξυπνο κόλπο το οποίο έκανε
τον Κύψελο τον απόλυτο κυρίαρχο. Επίσης η διακυβέρνηση του Κύψελου είχε ως
αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυτιλίας, της μεταλλουργίας και της
ναυσιπλοΐας ειδικά με την εφεύρεση των πεντηκοντόρων δηλαδή μεγάλες γαλέρες των
πενήντα κωπηλατών που μπορούσαν να αναπτύξουν μεγαλύτερες ταχύτητες όσο και την
εφεύρεση της τριήρους του κατεξοχήν πολεμικού πλοίου των Ελλήνων οι οποίες
είχαν κατασκευαστεί πρώτη φορά στην Κόρινθο, σπουδαίο ναυπηγικό κέντρο της
εποχής. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά μας αναφέρει
ότι ο Κύψελος δεν είχε προσωπική φρουρά το οποίο μαρτυράει την στήριξη
και την καθολική αποδοχή του από τον λαό. Όμως μετά τον Κύψελο τον διαδέχτηκε ο
γιος του Περίανδρος ο οποίος ήταν πολύ πιο σκληρός από τον πατέρα του. Οι
συνεχόμενες κατασχέσεις και τα αυστηρά
μέτρα εναντίον των πλουσίων έκαναν τους τελευταίους να εναντιωθούν σε αυτό
παραλήρημα του Περίανδρου. Αυτό δείχνει και η σύσταση των τριακοσίων
«δορυφόρων», της προσωπικής φρουράς του
τυράννου. Η τυραννία του θα αποδειχθεί σκληρή αλλά θα οδηγήσει την Κόρινθο σε
μια άνευ προηγουμένου ακμή. Ωστόσο λίγο μετά τον θάνατο του η τυραννία θα
καταρρεύσει και θα αντικατασταθεί από την ολιγαρχία.
Από την άλλη
στη δημοκρατική Αθήνα για να αντιμετωπίσουν το αδιέξοδο στο οποίο είχε
περιέλθει η πόλη λόγω της κοινωνικοπολιτικής κρίσης στράφηκαν στον Σόλωνα. Ο
Σόλωνας αρχικά χώρισε τους πολίτες σε τάξης ανάλογα με το εισόδημα τους
δημιουργώντας έτσι ένα πλαίσιο τιμοκρατικού πολιτεύματος. Καθιερώθηκε επίσης η
συμμετοχή του λαού στην “εκκλησία του δήμου” και στο δικαστήριο της Ηλιαίας.Από
τη άλλη οι υποχρεώσεις των πολιτών δεν προσδιορίζονταν πλέον βάσει της
καταγωγής τους αλλά βάσει του εισοδήματος τους. Καθώς το ίδιο συνέβαινε και
στην ανάληψη κρατικών αξιωμάτων αφού στα ανώτατα αξιώματα μπορούσα να ανέλθουν
μόνο άτομα που ανήκαν στις δύο ανώτερες τάξεις. Και οι υπόλοιποι βέβαια
μπορούσαν να καταλάβουν αξιώματα αλλά όχι το ίδιο σημαντικά. Αυτός ο
διαχωρισμός σε τάξεις είχε επιπτώσεις και στην λειτουργία του στρατού. Όσοι
ανήκαν στις δύο ανώτερες τάξεις αποτελούσαν το ιππικό υπηρετώντας ως έφιπποι
λόγω της οικονομικής δυνατότητας τους να συντηρούν άλογα, όσοι ανήκαν στη τρίτη
τάξη υπηρετούσαν ως οπλίτες με βαρύ οπλισμό τον οποίο είχαν αγοράσει με δικά
τους έξοδα, ενώ όσοι ανήκαν στην τέταρτη τάξη, οι λεγόμενοι “θήτες” υπηρετούσαν
σαν οπλίτες με ελαφρύ οπλισμό ή κωπηλάτες σε πλοία. Οι τελευταίοι δεν είχαν
δικαίωμα στα δημόσια αξιώματα παρά μόνο αρκούνταν στην εκκλησία του δήμου και
στην Ηλιαία. Το ποιο σημαντικό και ποιο ουσιαστικό επίτευγμα του
Σόλωνα ήταν η σεισάχθεια η οποία είχε σαν στόχο την διαγραφή όλων των χρεών και
είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση όλων των ενέχυρων στη αττική γη και ο
επαναπατρισμός όσων λόγω χρεών είχαν πουληθεί σαν σκλάβοι. Επίσης μετέτρεψε την
αξία της μνας από 70 σε 100 δραχμές και χορήγησε αμνηστία σε όσους είχαν
διαπράξει πολιτικά αδικήματα. Όμως αυτή η κοινωνική σταθερότητα δεν
κράτησε πολύ αφού καμία από τις τάξεις δεν ήταν ικανοποιημένη. Όπως ακριβώς
είχε συμβεί και στην περίπτωση της Κορίνθου, ένας τύραννος επωφελήθηκε από αυτό
τον αναβρασμό, και αυτός ήταν ο Πεισίστρατος.
Εκτός από την
Κόρινθο και άλλες ελληνικές πόλεις γνώρισαν μεγάλη ακμή βασικά λόγω του
εμπορίου και εν συνεχεία λόγω τον εμπορικών και στρατιωτικών συμμαχιών. Ένας
από τους βασικούς λόγους της ανάπτυξης του εμπορίου ήταν και η δυνατότητα των
πόλεων να μπορούν να συνοδεύουν τα εμπορικά τους πλοία, συνοδεία πολεμικών
τριηρών, με ασφάλεια πίσω στην πατρίδα. Πόλεις όπως η Σπάρτη και Αθήνα είχαν
δημιουργήσει ισχυρές συμμαχίες. Ως σύμμαχοι της Σπάρτης θεωρούνταν σχεδόν όλοι
οι λαοί της Πελοποννήσου, εκτός του Άργους και της Αχαΐας, καθώς επίσης τα
Μέγαρα και η Αίγινα. Η συμμαχία αυτή ήταν συμπαγής και βασιζόταν σε μια
συμφωνία μεταξύ των υπόλοιπων πόλεων-κρατών με την Σπάρτη και όχι σε μια κοινή
συμφωνία. Οι πόλεις ήταν αυτόνομες και η μόνη τους υποχρέωση ήταν η παροχή
στρατού σε περίπτωση ανάγκης. Αντίθετα στην αθηναϊκή συμμαχία, που τα μέλη της
ήταν κυρίως νησιωτικά κράτη όπως η Σάμος , η Ρόδος και η Χίος, και παραλιακές
πόλεις στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Μ. Ασίας, οι υποχρεώσεις των ισότιμων
μελών ήταν ή παροχή καραβιών ή η καταβολή κάποιου είδους εισφοράς. Αυτός ο
τρόπος λειτουργίας της αθηναϊκής συμμαχίας με τον καιρό μετέτρεψε την Αθήνα σε
μια υπερδύναμη. Όπως αναφέραμε παραπάνω
σχετικά με την συνοδεία των νηοπομπών η Αθήνα είχε τον πρώτο λόγο. Έτσι αυτές
οι δυο πόλεις ανταγωνίζονταν εκτός του εμπορίου
και σε θέματα άσκησης επιρροής σε διάφορες άλλες πόλεις .Οι διαφορές τους ήταν
εκτός από οικονομικές και πολιτικές ήταν και φυλετικές καθώς οι μεν Σπαρτιάτες
ήταν Δωριείς και οι δε Αθηναίοι Ίωνες. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη οι αφορμές για
μια ένοπλη διαμάχη των δυο υπερδυνάμεων ήταν πολλές. Χαρακτηριστικά οι
περιπτώσεις της Κέρκυρας, της Ποτείδαιας, της Θάσου ,των Μεγάρων και άλλες κατά
τις οποίες οι Αθηναίοι ενεπλάκησαν κυρίως με τους Κορίνθιους είτε
υπερασπιζόμενοι άλλα μέλη της συμμαχίας τους είτε επιτιθέμενοι σε μέλη που
είχαν αποστατήσει. Οι πρώτες αψιμαχίες ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη δεν άργησαν
να γίνουν με αρχή την μάχη της Τανάγρας. Και κάπως έτσι ξέσπασε ο περιβόητος
Πελοποννησιακός Πόλεμος ο οποίος στο τέλος του βρήκε τελείως εξασθενημένες τις
δυο παρατάξεις και οικονομικά στο χείλος της χρεοκοπίας.
Όμως ας μην ξεχνάμε και την συμβολή των
Ελλήνων μισθοφόρων οι οποίοι ήταν άξιοι πρεσβευτές του ελληνικού πνεύματος και
της ελληνικής τέχνης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Μυρίων του Ξενοφώντα
που διέσχισαν μια τεράστια έκταση ψάχνοντας τον γυρισμό στην πατρίδα. Οι
Έλληνες μισθοφόροι ήταν περιζήτητοι εκείνη την εποχή λόγω της οπλιτικής
επανάστασης. Η εφεύρεση της αντιλαβής, δηλαδή την δεύτερη λαβή στην ασπίδα, και
η διάταξη σε φάλαγγα, μίας πολεμικής διάταξης που βασιζόταν στην ισότητα των “ομοίων”
, άλλαξαν τα δεδομένα στην τέχνη του πολέμου. Ισότητα μεταξύ οπλιτών που
κινούνταν σαν ένα σώμα και βασίζονταν στην διατήρηση του εδάφους το οποίο κατείχαν.
Η φάλαγγα ήταν μία επινόηση του Φείδωνα από το Άργος. Οι μισθοφόροι εκτός από
τις πολεμικές τακτικές τις οποίες κατείχαν διέδωσαν επίσης πολύ και τα ελληνικά
νομίσματα . Νομίσματα των οποίων , σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η εφεύρεση ήταν
αποτέλεσμα της ανάπτυξης των εμπορικών ανταλλαγών για λόγους ευκολίας και ως μέτρο υπολογισμού της αξίας των
προϊόντων. Έτσι δηλαδή στην αρχή της χρήσης τους τα νομίσματα δεν είχαν
πραγματική αξία αλλά ήταν στην ουσία ένα μέτρο σύγκρισης. Η χρησιμότητα τους
ήταν αρκετά έντονη στην φορολογία, στα πρόστιμα και στις ποινές που επιβάλλονταν
και στην μισθοδοσία των μισθοφόρων.