Η Απόβαση της Νορμανδίας με κωδική ονομασία Operation Overlord ήταν η Συμμαχική απόβαση στα παράλια της Γαλλίας, που έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1944, μέρα γνωστή (εσφαλμένα) και ως D-Day . Αντικειμενικός σκοπός της απόβασης ήταν να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα από την Καν έως το Χερβούργο, μέσω του οποίου οι Σύμμαχοι θα περνούσαν στρατεύματα από τη Μεγάλη Βρετανία στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Η Μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944, όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν το Σηκουάνα. Επικεφαλής του όλου εγχειρήματος ορίσθηκε ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Η αρχική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις: κατά τα μεσάνυχτα 5ης προς 6η δυο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια Βρετανική έπεσαν στα μετόπισθεν, και την αυγή ακολούθησε αμφίβια απόβαση Συμμαχικών δυνάμεων που ξεκίνησε κατά τις 6:30. Η διεξαγωγή της απόβασης απαίτησε τη μεταφορά στρατευμάτων και υλικού από την Αγγλία και την Ουαλία με μεταγωγικά αεροπλάνα και πλοία, καθώς και υποστήριξη πυρών από αέρα και θάλασσα. Έγιναν επίσης ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού και παρενόχλησης προκειμένου να μην επέμβει το Γερμανικό Ναυτικό στις περιοχές που θα γινόταν η απόβαση, ενώ η θάλασσα της Μάγχης αποναρκοθετήθηκε από τις γερμανικές νάρκες και ποντίσθηκαν νέες.
Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος πάνω από τρια εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των Συμμαχικών σκαφών. Η απόβαση έλαβε χώρα στη χερσόνησο Κοταντέν, την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, σε πέντε παραλίες με τα κωδικά ονόματα Gold Beach, Juno Beach, Omaha Beach, Sword Beach και Utah Beach. Θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων. Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόννοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία κάθε τύπου και σχεδόν από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στο πλευρό των Συμμάχων. Η επιχείρηση διάπλου της Μάγχης όφειλε να οργανωθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς η Μάγχη είναι "δύσκολη θάλασσα", οι Γερμανοί είχαν ποντίσει ναρκοπέδια και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος των Γερμανικών υποβρυχίων: Οι στόχοι ήταν τόσοι που, λίγοι μόνον ικανοί κυβερνήτες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν πραγματική πανωλεθρία στο Συμμαχικό στόλο. Ευτυχώς, ο Χίτλερ δεν πιστεύει ότι οι Σύμμαχοι θα επιχειρήσουν απόβαση στις Νορμανδικές ακτές και θεωρεί ότι η απόβαση που του γνωστοποιείται είναι απλός αντιπερισπασμός. Έτσι ούτε συγκεντρώνει τις δυνάμεις του εκεί ούτε και τις ενισχύει.από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν.
Ο Βρετανοί πίεζαν από νωρίς για μια Συμμαχική απόβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είχαν και ως απροσδόκητο σύμμαχο τον Στάλιν, που πίεζε για τη δημιουργία δεύτερου μετώπου, ώστε να ανακουφιστεί το ρωσικό από τη γερμανική πίεση. Οι Αμερικανοί, ωστόσο, ήταν πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί: Γνώριζαν ότι επιχείρηση τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πολύ προσεκτική προετοιμασία, για να μη καταλήξει σε τραγική αποτυχία (όπως είχε συμβεί στη Διέππη (Dieppe) με τους Καναδούς to 1942). Αποφασίστηκε ότι προείχε η κατάληψη ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής πριν γίνει δυνατή μια απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της Ευρώπης. Στη διάσκεψη της Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943 διαπιστώθηκε ότι το κλίμα είχε εξελιχτεί πλέον έτσι που να επιτρέπει το σχεδιασμό μιας μεγάλης αποβατικής επιχείρησης στην Ευρώπη. Αρχικά προτάθηκε ότι τον Αύγουστο του 1943 θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας "γέφυρας" μεταξύ Βρετανίας και Χερσονήσου του Κοταντέν (Cotentin Peninsule) στη Νορμανδία, απ' όπου θα ήταν δυνατή η έναρξη μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, ύστερα από πιο ώριμες σκέψεις, το σχέδιο αυτό κρίθηκε υπερβολικό και εγκαταλείφθηκε.
Το Ρωσικό μέτωπο είχε, στην κυριολεξία, ρουφήξει τις Γερμανικές δυνάμεις. Το 1943 η Γερμανία έχασε περίπου 2 εκατομ. στρατιώτες εκεί και, όπως είναι φυσικό, στο μέτωπο που οι Γερμανοί κρίνουν πως παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο, οι δυνάμεις δεν είναι ούτε πολλές ούτε ισχυρής δυναμικότητας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η κίνηση του πυροβολικού γινόταν αποκλειστικά με άλογα, οι παλαιότερα μηχανοκίνητες μεραρχίες χρησιμοποιούσαν ποδήλατα για τις μετακινήσεις τους. Σε αναφορά στρατηγού αναγράφεται ότι από τα 57 οχήματα της μονάδας του τα 50 ανήκαν σε διαφορετικές μάρκες και μοντέλα, ενώ το υπόλοιπο υλικό δεν υστερούσε σε αυτόν τον τομέα: Υπήρχε εξοπλισμός γερμανικής, γαλλικής, πολωνικής, ιταλικής, τσεχικής και ρωσικής κατασκευής. Αυτό δημιουργούσε πολύ σοβαρό πρόβλημα στον ανεφοδιασμό των μονάδων. Το προσωπικό τους, επίσης, δεν ήταν ομογενές: Πολλές μονάδες συγκροτούνταν από ημιθεραπευμένους τραυματίες, εφέδρους παλαιών κλάσεων, ασθενείς (ένα τάγμα το αποτελούσαν αποκλειστικά στομαχικοί, που έπρεπε να τρέφονται με ειδικό τύπο ψωμιού), από πολύ νέους με ελλιπή εκπαίδευση και από "Οσττρούππεν" (Osttruppen), δηλαδή εθελοντές κάθε εθνικότητας από τις κατακτημένες χώρες. Αντίθετα, επαρκές προσωπικό και καλό εξοπλισμό διέθεταν οι μονάδες των Ένοπλων SS (Waffen SS). Εκεί που οι Γερμανοί δεν υστερούσαν ήταν στην ηγεσία των μεγάλων μονάδων: Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων στο Δυτικό τομέα ήταν ο Γκερντ φον Ρούντστεντ και την περιφρούρηση των γαλλικών ακτών και την ενίσχυση του "Τείχους του Ατλαντικού" είχε αναλάβει ο Έρβιν Ρόμελ και την ηγεσία της 7ης Γερμανικής Στρατιάς είχε ο Φρίντριχ Ντόλμαν (Friedrich Dollmann). Ωστόσο, οι διοικητές των μονάδων δεν βρίσκονταν στο επίπεδο της ανώτατης ηγεσίας τους και διέπραξαν σημαντικά σφάλματα στην αντιμετώπιση της εισβολής.
Οι τομείς στους οποίους οι Γερμανοί υστερούσαν σημαντικά ήταν το Ναυτικό και η Αεροπορία: Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστα σκάφη επιφανείας (τρία ανέπαφα αντιτορπιλλικά και δύο δεκάδες τορπιλλοβόλα), σχετικά μικρό αριθμό καλά εξοπλισμένων και επανδρωμένων υποβρυχίων (48), διαμοιρασμένων, όμως, μεταξύ γαλλικών και νορβηγικών ακτών: Η έκταση που μπορούσαν να καλύψουν ήταν τεράστια σε σχέση με τον αριθμό τους. Το μοναδικό μεγάλο σκάφος του Γερμανικού ναυτικού, το θωρηκτό Τίρπιτς, παραμένει αποκλεισμένο στα φιόρδ της Νορβηγίας. Δύναμη ολοσχερώς ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τα 6.900 σκάφη κάθε τύπου που διέθεταν οι Σύμμαχοι. Στην Αεροπορία η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη: Ο επικεφαλής του 3ου Αεροπορικού στόλου (Luftflotte No 3) Χούγκο Σπέρρλε διέθετε μόλις 891 αεροσκάφη κάθε τύπου, από τα οποία μόνο 500 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις (150 βομβαρδιστικά και 266 καταδιωκτικά, τα υπόλοιπα άλλων τύπων). Οι Σύμμαχοι υπολόγιζαν την αεροπορική υπεροχή τους σε 15:1, αλλά οι Γερμανοί υπολόγιζαν, πιο σωστά, την αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων σε 50 προς 1, καθώς οι Σύμμαχοι διέθεταν περίπου 13.500 αεροσκάφη κάθε τύπου έτοιμα για επιχειρήσεις.
Η Μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944, όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν το Σηκουάνα. Επικεφαλής του όλου εγχειρήματος ορίσθηκε ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. |
Η αρχική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις: κατά τα μεσάνυχτα 5ης προς 6η δυο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια Βρετανική έπεσαν στα μετόπισθεν, και την αυγή ακολούθησε αμφίβια απόβαση Συμμαχικών δυνάμεων που ξεκίνησε κατά τις 6:30. Η διεξαγωγή της απόβασης απαίτησε τη μεταφορά στρατευμάτων και υλικού από την Αγγλία και την Ουαλία με μεταγωγικά αεροπλάνα και πλοία, καθώς και υποστήριξη πυρών από αέρα και θάλασσα. Έγιναν επίσης ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού και παρενόχλησης προκειμένου να μην επέμβει το Γερμανικό Ναυτικό στις περιοχές που θα γινόταν η απόβαση, ενώ η θάλασσα της Μάγχης αποναρκοθετήθηκε από τις γερμανικές νάρκες και ποντίσθηκαν νέες.
Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος πάνω από τρια εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των Συμμαχικών σκαφών. Η απόβαση έλαβε χώρα στη χερσόνησο Κοταντέν, την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, σε πέντε παραλίες με τα κωδικά ονόματα Gold Beach, Juno Beach, Omaha Beach, Sword Beach και Utah Beach. Θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων. Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόννοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία κάθε τύπου και σχεδόν από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στο πλευρό των Συμμάχων. Η επιχείρηση διάπλου της Μάγχης όφειλε να οργανωθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς η Μάγχη είναι "δύσκολη θάλασσα", οι Γερμανοί είχαν ποντίσει ναρκοπέδια και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος των Γερμανικών υποβρυχίων: Οι στόχοι ήταν τόσοι που, λίγοι μόνον ικανοί κυβερνήτες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν πραγματική πανωλεθρία στο Συμμαχικό στόλο. Ευτυχώς, ο Χίτλερ δεν πιστεύει ότι οι Σύμμαχοι θα επιχειρήσουν απόβαση στις Νορμανδικές ακτές και θεωρεί ότι η απόβαση που του γνωστοποιείται είναι απλός αντιπερισπασμός. Έτσι ούτε συγκεντρώνει τις δυνάμεις του εκεί ούτε και τις ενισχύει.από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν.
Ο Βρετανοί πίεζαν από νωρίς για μια Συμμαχική απόβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είχαν και ως απροσδόκητο σύμμαχο τον Στάλιν, που πίεζε για τη δημιουργία δεύτερου μετώπου, ώστε να ανακουφιστεί το ρωσικό από τη γερμανική πίεση. Οι Αμερικανοί, ωστόσο, ήταν πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί: Γνώριζαν ότι επιχείρηση τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πολύ προσεκτική προετοιμασία, για να μη καταλήξει σε τραγική αποτυχία (όπως είχε συμβεί στη Διέππη (Dieppe) με τους Καναδούς to 1942). Αποφασίστηκε ότι προείχε η κατάληψη ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής πριν γίνει δυνατή μια απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της Ευρώπης. Στη διάσκεψη της Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943 διαπιστώθηκε ότι το κλίμα είχε εξελιχτεί πλέον έτσι που να επιτρέπει το σχεδιασμό μιας μεγάλης αποβατικής επιχείρησης στην Ευρώπη. Αρχικά προτάθηκε ότι τον Αύγουστο του 1943 θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας "γέφυρας" μεταξύ Βρετανίας και Χερσονήσου του Κοταντέν (Cotentin Peninsule) στη Νορμανδία, απ' όπου θα ήταν δυνατή η έναρξη μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, ύστερα από πιο ώριμες σκέψεις, το σχέδιο αυτό κρίθηκε υπερβολικό και εγκαταλείφθηκε.
Το Ρωσικό μέτωπο είχε, στην κυριολεξία, ρουφήξει τις Γερμανικές δυνάμεις. Το 1943 η Γερμανία έχασε περίπου 2 εκατομ. στρατιώτες εκεί και, όπως είναι φυσικό, στο μέτωπο που οι Γερμανοί κρίνουν πως παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο, οι δυνάμεις δεν είναι ούτε πολλές ούτε ισχυρής δυναμικότητας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η κίνηση του πυροβολικού γινόταν αποκλειστικά με άλογα, οι παλαιότερα μηχανοκίνητες μεραρχίες χρησιμοποιούσαν ποδήλατα για τις μετακινήσεις τους. Σε αναφορά στρατηγού αναγράφεται ότι από τα 57 οχήματα της μονάδας του τα 50 ανήκαν σε διαφορετικές μάρκες και μοντέλα, ενώ το υπόλοιπο υλικό δεν υστερούσε σε αυτόν τον τομέα: Υπήρχε εξοπλισμός γερμανικής, γαλλικής, πολωνικής, ιταλικής, τσεχικής και ρωσικής κατασκευής. Αυτό δημιουργούσε πολύ σοβαρό πρόβλημα στον ανεφοδιασμό των μονάδων. Το προσωπικό τους, επίσης, δεν ήταν ομογενές: Πολλές μονάδες συγκροτούνταν από ημιθεραπευμένους τραυματίες, εφέδρους παλαιών κλάσεων, ασθενείς (ένα τάγμα το αποτελούσαν αποκλειστικά στομαχικοί, που έπρεπε να τρέφονται με ειδικό τύπο ψωμιού), από πολύ νέους με ελλιπή εκπαίδευση και από "Οσττρούππεν" (Osttruppen), δηλαδή εθελοντές κάθε εθνικότητας από τις κατακτημένες χώρες. Αντίθετα, επαρκές προσωπικό και καλό εξοπλισμό διέθεταν οι μονάδες των Ένοπλων SS (Waffen SS). Εκεί που οι Γερμανοί δεν υστερούσαν ήταν στην ηγεσία των μεγάλων μονάδων: Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων στο Δυτικό τομέα ήταν ο Γκερντ φον Ρούντστεντ και την περιφρούρηση των γαλλικών ακτών και την ενίσχυση του "Τείχους του Ατλαντικού" είχε αναλάβει ο Έρβιν Ρόμελ και την ηγεσία της 7ης Γερμανικής Στρατιάς είχε ο Φρίντριχ Ντόλμαν (Friedrich Dollmann). Ωστόσο, οι διοικητές των μονάδων δεν βρίσκονταν στο επίπεδο της ανώτατης ηγεσίας τους και διέπραξαν σημαντικά σφάλματα στην αντιμετώπιση της εισβολής.
Οι τομείς στους οποίους οι Γερμανοί υστερούσαν σημαντικά ήταν το Ναυτικό και η Αεροπορία: Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστα σκάφη επιφανείας (τρία ανέπαφα αντιτορπιλλικά και δύο δεκάδες τορπιλλοβόλα), σχετικά μικρό αριθμό καλά εξοπλισμένων και επανδρωμένων υποβρυχίων (48), διαμοιρασμένων, όμως, μεταξύ γαλλικών και νορβηγικών ακτών: Η έκταση που μπορούσαν να καλύψουν ήταν τεράστια σε σχέση με τον αριθμό τους. Το μοναδικό μεγάλο σκάφος του Γερμανικού ναυτικού, το θωρηκτό Τίρπιτς, παραμένει αποκλεισμένο στα φιόρδ της Νορβηγίας. Δύναμη ολοσχερώς ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τα 6.900 σκάφη κάθε τύπου που διέθεταν οι Σύμμαχοι. Στην Αεροπορία η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη: Ο επικεφαλής του 3ου Αεροπορικού στόλου (Luftflotte No 3) Χούγκο Σπέρρλε διέθετε μόλις 891 αεροσκάφη κάθε τύπου, από τα οποία μόνο 500 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις (150 βομβαρδιστικά και 266 καταδιωκτικά, τα υπόλοιπα άλλων τύπων). Οι Σύμμαχοι υπολόγιζαν την αεροπορική υπεροχή τους σε 15:1, αλλά οι Γερμανοί υπολόγιζαν, πιο σωστά, την αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων σε 50 προς 1, καθώς οι Σύμμαχοι διέθεταν περίπου 13.500 αεροσκάφη κάθε τύπου έτοιμα για επιχειρήσεις.