Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Η Απόβαση της Νορμανδίας

Η Απόβαση της Νορμανδίας με κωδική ονομασία Operation Overlord ήταν η Συμμαχική απόβαση στα παράλια της Γαλλίας, που έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου 1944, μέρα γνωστή (εσφαλμένα) και ως D-Day . Αντικειμενικός σκοπός της απόβασης ήταν να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα από την Καν έως το Χερβούργο, μέσω του οποίου οι Σύμμαχοι θα περνούσαν στρατεύματα από τη Μεγάλη Βρετανία στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Η Μάχη της Νορμανδίας που ακολούθησε, τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944, όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν το Σηκουάνα. Επικεφαλής του όλου εγχειρήματος ορίσθηκε ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
  Ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.

Η αρχική επίθεση έγινε σε δυο φάσεις: κατά τα μεσάνυχτα 5ης προς 6η δυο Αμερικανικές αερομεταφερόμενες μεραρχίες και μια Βρετανική έπεσαν στα μετόπισθεν, και την αυγή ακολούθησε αμφίβια απόβαση Συμμαχικών δυνάμεων που ξεκίνησε κατά τις 6:30. Η διεξαγωγή της απόβασης απαίτησε τη μεταφορά στρατευμάτων και υλικού από την Αγγλία και την Ουαλία με μεταγωγικά αεροπλάνα και πλοία, καθώς και υποστήριξη πυρών από αέρα και θάλασσα. Έγιναν επίσης ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού και παρενόχλησης προκειμένου να μην επέμβει το Γερμανικό Ναυτικό στις περιοχές που θα γινόταν η απόβαση, ενώ η θάλασσα της Μάγχης αποναρκοθετήθηκε από τις γερμανικές νάρκες και ποντίσθηκαν νέες.

Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος πάνω από τρια εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 195.700 ήταν το προσωπικό των Συμμαχικών σκαφών. Η απόβαση έλαβε χώρα στη χερσόνησο Κοταντέν, την ανατολική όχθη του ποταμού Ορν και τον κόλπο του Σηκουάνα, σε πέντε παραλίες με τα κωδικά ονόματα Gold Beach, Juno Beach, Omaha Beach, Sword Beach και Utah Beach. Θεωρήθηκε ότι ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου 1944, όταν πια είχε εδραιωθεί το προγεφύρωμα των Συμμάχων. Μέχρι τότε είχαν συνολικά μεταφερθεί 850.000 άνδρες, 148.000 οχήματα και 570.000 τόννοι προμηθειών στις γαλλικές ακτές από 7.000 πλοία κάθε τύπου και σχεδόν από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στο πλευρό των Συμμάχων. Η επιχείρηση διάπλου της Μάγχης όφειλε να οργανωθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς η Μάγχη είναι "δύσκολη θάλασσα", οι Γερμανοί είχαν ποντίσει ναρκοπέδια και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος των Γερμανικών υποβρυχίων: Οι στόχοι ήταν τόσοι που, λίγοι μόνον ικανοί κυβερνήτες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν πραγματική πανωλεθρία στο Συμμαχικό στόλο. Ευτυχώς, ο Χίτλερ δεν πιστεύει ότι οι Σύμμαχοι θα επιχειρήσουν απόβαση στις Νορμανδικές ακτές και θεωρεί ότι η απόβαση που του γνωστοποιείται είναι απλός αντιπερισπασμός. Έτσι ούτε συγκεντρώνει τις δυνάμεις του εκεί ούτε και τις ενισχύει.από τα οποία μόλις 59 βυθίστηκαν.
Ο Βρετανοί πίεζαν από νωρίς για μια Συμμαχική απόβαση σε ευρωπαϊκό έδαφος. Είχαν και ως απροσδόκητο σύμμαχο τον Στάλιν, που πίεζε για τη δημιουργία δεύτερου μετώπου, ώστε να ανακουφιστεί το ρωσικό από τη γερμανική πίεση. Οι Αμερικανοί, ωστόσο, ήταν πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί: Γνώριζαν ότι επιχείρηση τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πολύ προσεκτική προετοιμασία, για να μη καταλήξει σε τραγική αποτυχία (όπως είχε συμβεί στη Διέππη (Dieppe) με τους Καναδούς to 1942). Αποφασίστηκε ότι προείχε η κατάληψη ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής πριν γίνει δυνατή μια απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της Ευρώπης. Στη διάσκεψη της Καζαμπλάνκα τον Ιανουάριο του 1943 διαπιστώθηκε ότι το κλίμα είχε εξελιχτεί πλέον έτσι που να επιτρέπει το σχεδιασμό μιας μεγάλης αποβατικής επιχείρησης στην Ευρώπη. Αρχικά προτάθηκε ότι τον Αύγουστο του 1943 θα ήταν δυνατή η δημιουργία μιας "γέφυρας" μεταξύ Βρετανίας και Χερσονήσου του Κοταντέν (Cotentin Peninsule) στη Νορμανδία, απ' όπου θα ήταν δυνατή η έναρξη μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, ύστερα από πιο ώριμες σκέψεις, το σχέδιο αυτό κρίθηκε υπερβολικό και εγκαταλείφθηκε.
Το Ρωσικό μέτωπο είχε, στην κυριολεξία, ρουφήξει τις Γερμανικές δυνάμεις. Το 1943 η Γερμανία έχασε περίπου 2 εκατομ. στρατιώτες εκεί και, όπως είναι φυσικό, στο μέτωπο που οι Γερμανοί κρίνουν πως παρουσιάζει μικρότερο κίνδυνο, οι δυνάμεις δεν είναι ούτε πολλές ούτε ισχυρής δυναμικότητας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η κίνηση του πυροβολικού γινόταν αποκλειστικά με άλογα, οι παλαιότερα μηχανοκίνητες μεραρχίες χρησιμοποιούσαν ποδήλατα για τις μετακινήσεις τους. Σε αναφορά στρατηγού αναγράφεται ότι από τα 57 οχήματα της μονάδας του τα 50 ανήκαν σε διαφορετικές μάρκες και μοντέλα, ενώ το υπόλοιπο υλικό δεν υστερούσε σε αυτόν τον τομέα: Υπήρχε εξοπλισμός γερμανικής, γαλλικής, πολωνικής, ιταλικής, τσεχικής και ρωσικής κατασκευής. Αυτό δημιουργούσε πολύ σοβαρό πρόβλημα στον ανεφοδιασμό των μονάδων. Το προσωπικό τους, επίσης, δεν ήταν ομογενές: Πολλές μονάδες συγκροτούνταν από ημιθεραπευμένους τραυματίες, εφέδρους παλαιών κλάσεων, ασθενείς (ένα τάγμα το αποτελούσαν αποκλειστικά στομαχικοί, που έπρεπε να τρέφονται με ειδικό τύπο ψωμιού), από πολύ νέους με ελλιπή εκπαίδευση και από "Οσττρούππεν" (Osttruppen), δηλαδή εθελοντές κάθε εθνικότητας από τις κατακτημένες χώρες. Αντίθετα, επαρκές προσωπικό και καλό εξοπλισμό διέθεταν οι μονάδες των Ένοπλων SS (Waffen SS). Εκεί που οι Γερμανοί δεν υστερούσαν ήταν στην ηγεσία των μεγάλων μονάδων: Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων στο Δυτικό τομέα ήταν ο Γκερντ φον Ρούντστεντ και την περιφρούρηση των γαλλικών ακτών και την ενίσχυση του "Τείχους του Ατλαντικού" είχε αναλάβει ο Έρβιν Ρόμελ και την ηγεσία της 7ης Γερμανικής Στρατιάς είχε ο Φρίντριχ Ντόλμαν (Friedrich Dollmann). Ωστόσο, οι διοικητές των μονάδων δεν βρίσκονταν στο επίπεδο της ανώτατης ηγεσίας τους και διέπραξαν σημαντικά σφάλματα στην αντιμετώπιση της εισβολής.

Οι τομείς στους οποίους οι Γερμανοί υστερούσαν σημαντικά ήταν το Ναυτικό και η Αεροπορία: Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστα σκάφη επιφανείας (τρία ανέπαφα αντιτορπιλλικά και δύο δεκάδες τορπιλλοβόλα), σχετικά μικρό αριθμό καλά εξοπλισμένων και επανδρωμένων υποβρυχίων (48), διαμοιρασμένων, όμως, μεταξύ γαλλικών και νορβηγικών ακτών: Η έκταση που μπορούσαν να καλύψουν ήταν τεράστια σε σχέση με τον αριθμό τους. Το μοναδικό μεγάλο σκάφος του Γερμανικού ναυτικού, το θωρηκτό Τίρπιτς, παραμένει αποκλεισμένο στα φιόρδ της Νορβηγίας. Δύναμη ολοσχερώς ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τα 6.900 σκάφη κάθε τύπου που διέθεταν οι Σύμμαχοι. Στην Αεροπορία η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη: Ο επικεφαλής του 3ου Αεροπορικού στόλου (Luftflotte No 3) Χούγκο Σπέρρλε διέθετε μόλις 891 αεροσκάφη κάθε τύπου, από τα οποία μόνο 500 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις (150 βομβαρδιστικά και 266 καταδιωκτικά, τα υπόλοιπα άλλων τύπων). Οι Σύμμαχοι υπολόγιζαν την αεροπορική υπεροχή τους σε 15:1, αλλά οι Γερμανοί υπολόγιζαν, πιο σωστά, την αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων σε 50 προς 1, καθώς οι Σύμμαχοι διέθεταν περίπου 13.500 αεροσκάφη κάθε τύπου έτοιμα για επιχειρήσεις.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Τάλως

Ο Τάλως ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ήταν γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό. Σχετικά με την προέλευσή του, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Η πιο γνωστή, από τον Απολλόδωρο, λέει πως τον κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος και τον χάρισε στο βασιλιά Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ο Πλάτωνας τον θεωρεί υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό του Ροδάμανθυ. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ήταν δώρο του Δία στην Ευρώπη, η οποία μετά τον χάρισε στο γιο της Μίνωα. Μεταγενέστερα ο Ι. Κακριδής, βασιζόμενος στο ότι ο Ησύχιος γράφει πως ταλῶς σήμαινε ήλιος (ενώ Ταλαιός είναι το όνομα του Δία) στην Κρήτη και με βάση και άλλα στοιχεία, εκφράζει την άποψη ότι ήταν ηλιακή θεότητα που αργότερα μεταπλάστηκε σε ήρωα.
  Ο Τάλως κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους μαζί του γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα.Κατά άλλους ήταν φτερωτός και το καθήκον αυτό το εκτελούσε πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.
Το τέλος του Τάλω ήρθε όταν συναντήθηκε με τους Αργοναύτες που γύριζαν από την Κολχίδα
Θέλοντας να δέσουν οι Αργοναύτες στο νησί αντιμετώπισαν τον γίγαντα που τους κρατούσε σε απόσταση. Τότε η Μήδεια, που ταξίδευε μαζί τους, μάγεψε με τα λόγια της τον Τάλω, υποσχόμενή του αθανασία, κι έτσι μπόρεσε ο Ιάσωνας να του αφαιρέσει το καρφί στη φτέρνα του που έκλεινε τη μια και μοναδική φλέβα που διέτρεχε όλο το κορμί του και περιείχε ιχώρα, θανατώνοντάς τον. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι τον σκότωσε ο πατέρας του Φιλοκτήτη Ποίας, χτυπώντας τον με βέλος στο ίδιο μοναδικό αδύνατο σημείο του.

Πολύφημος

Τεράστιος και τερατόμορφος Κύκλωπας, γιος του Ποσειδώνα και πατέρας ή μεγαλύτερος αδερφός των άλλων Κυκλώπων. Χαρακτηριζόταν από το μοναδικό, μεγάλο και ολοστρόγγυλο μάτι που είχε στη μέση του μετώπου. Ζούσε στις ακτές της Σικελίας, στους πρόποδες της Αίτνας, βόσκοντας τα κοπάδια του ή κυνηγώντας στα δάση. Ακόμα ήταν ανθρωποφάγος. Ριγμένος από την άγρια τρικυμία σ` εκείνες τις ακτές, ο Οδυσσέας μπήκε από περιέργεια μαζί με 12 συντρόφους του στη σπηλιά του Κύκλωπα, όπου γυρίζοντας μαζί με το κοπάδι του ο Πολύφημος τους συνέλαβε και αμέσως καταβρόχθισε αρκετούς απ` αυτούς. Ο Οδυσσέας και οι άλλοι θα είχαν την ίδια τύχη, αλλά το μυαλό του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης δούλεψε γρήγορα. Ξεγέλασε τον Πολύφημο με ιστορίες από τον Τρωικό πόλεμο και ποτίζοντάς τον με γλυκό κρασί τον μέθυσε και τον αποκοίμισε. Ύστερα, με τη βοήθεια των συντρόφων του, πήρε ένα μεγάλο ξύλινο ραβδί, έκανε μυτερή την άκρη του πυρακτώνοντάς την και τον τύφλωσε.Στις γοερές κραυγές του έτρεξαν οι άλλοι Κύκλωπες, οι οποίοι ακούγοντας από τον Π. πως τον τύφλωσε ο "Κανείς", έφυγαν θεωρώντας τον τρελό και αφήνοντας έτσι ανενόχλητο τον Οδυσσέα. Αποκλεισμένοι ακόμα στη σπηλιά, που το άνοιγμά της έφραζε τεράστιος βράχος που μόλις θα μπορούσαν 100 άνδρες να μετακινήσουν, περίμεναν ώσπου ο Π. αναγκάστηκε να αφήσει τα πρόβατά του να βγουν για να βοσκήσουν. Και τότε, όπως ο Π. άφηνε τα πρόβατα να βγουν ένα-ένα περνώντας κάτω από τα σκέλη του, ξέφυγαν από την προσοχή του κρεμασμένοι κάτω από τις κοιλιές των προβάτων.
Κατά τον Όμηρο, ο Κύκλωπας Πολύφημος κατοικούσε στα παράλια της Σικελίας, όπου και εξώκειλε το πλοίο του Οδυσσέα.


 http://www.livepedia.gr/index.php/Livepedia












Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Το λιοντάρι της Νεμέας

Στην ελληνική μυθολογία, ο λέων της Νεμέας ήταν ένα λιοντάρι που ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε το φόβο. Ήταν απόγονος του Τυφώνος και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Υπάρχει ακόμα η άποψη ότι έπεσε από τη Σελήνη και ήταν απόγονος του Δία και της Σελήνης. Το θηρίο αυτό σκοτώθηκε τελικά από τον Ηρακλή.
Η θανάτωση του Λέοντος και η εκδορά του ήταν ο πρώτος άθλος που ανατέθηκε στον Ηρακλή από τον Ευρυσθέα.
Ο Λέων είχε πολύ σκληρό δέρμα, το οποίο δεν μπορούσε να τρυπηθεί από όπλο. Η Ηρακλής χρησιμοποίησε στην αρχή το τόξο και το σπαθί του, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά πάλεψε ο ίδιος με γυμνά χέρια με το θηρίο και το έπνιξε. Στη συνέχεια προσπάθησε να το γδάρει, αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο. Η Θεά Αθηνά του συνέστησε να χρησιμοποιήσει τα δόντια του ίδιου του ζώου, όπως και έκανε ο Ηρακλής, καταφέρνοντας τελικά να του πάρει το δέρμα.
Ο ήρωας φόρεσε την «λεοντή» (δέρμα, τομάρι λέοντος) και πήγε στον Ευρυσθέα να του πει ότι εκτέλεσε την πρώτη αποστολή του. Μόλις τον είδε να μπαίνει ο Ευρυσθέας τρομοκρατήθηκε, νομίζοντας ότι επρόκειτο για το ίδιο το Λιοντάρι, και κρύφτηκε σε ένα πιθάρι. Ο Ηρακλής κράτησε την λεοντή και τη φορούσε πάντα στο εξής σαν πανοπλία.
Το νεκρό σώμα του Λέοντος μεταφέρθηκε από τους Θεούς στον ουρανό και σχημάτισε τον Αστερισμό του Λέοντα.

Κερβερος

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου.
Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν το σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθου (παραπλήσιου μυθικού άγριου σκύλου) καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν. Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν συχνά τον Κέρβερο με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν εκδοχές που τον εμφανίζουν ως ένα συνηθισμένο σκύλο, αλλά και με πόδια λιονταριού, ουρά ερπετού ή φίδια σε όλο του το σώμα.
Χαρακτηριστικές αναφορές στον Κέρβερο υπάρχουν:
Ο Ηρακλής αιχμαλωτίζει τον Κέρβερο
  • Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη.
  • Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία.
  • Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄).
Επίσης εκτός από τον Ηρακλή τον Κέρβερο επεχείρησαν να συλλάβουν και να απαγάγουν ο Πειρίθους και ο Θησέας που όμως απέτυχαν. Μόνο ο Ορφέας κατάφερε με τους ήχους της μαγικής λύρας του να τον εξημερώσει έτσι ώστε να τον αφήσει να παραλάβει την Ευρυδίκη από τον Άδη.

ΧΙΜΑΙΡΑ

Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η Χίμαιρα ως ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα).
Kατά τον Ησίοδο η Χίμαιρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα. Το τέρας αυτό φέρονταν να το εξέτρεφε ο βασιλιάς της Καρίας Αμισόδωρος.
Τελικά φονεύτηκε από τον Βελλερεφόντη, που ίππευε ένα ιπτάμενο άλογο, τον Πήγασο, στη Καρία, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υπάρχουν περισσότερες από μία περιγραφές σχετικά με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σύμφωνα με μία, ο Βελλερεφόντης απλώς την χτύπησε με το ακόντιό του. Σύμφωνα με μία άλλη, χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε.
Αλλά και για κατοικία του ζώου αυτού αναφέρονται πολλές περιοχές όπως η Φρυγία, οι Ινδίες, ακόμη και η Λιβύη. Επισημότερες όμως φέρονται η αρχαία Κόρινθος και η Σικυώνα που παράσταση αυτής έφεραν τα νομίσματά τους αλλά και οι ασπίδες των οπλιτών τους. Παρόμοιες απεικονίσεις σε ασπίδες έφεραν και οι οπλίτες της Κυζίκου και της Ζελείας.
Οι μύθοι της Χίμαιρας βρίσκονται, στην Αινειάδα του Βιργίλιου, στην Ιλιάδα (Ζ' 179-182), του Ομήρου, στη Θεογονία του Ησίοδου κ.α.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Ξενοφών

Ο Ξενοφών (περ. 427 π.Χ.-355 π.Χ.) Αθηναίος ιστορικός και φιλόσοφος υπήρξε στρατιώτης, μισθοφόρος και μαθητής του Σωκράτη και περισσότερο γνωστός για τα έργα του σχετικά με την ιστορία του καιρού του, τα έργα του Σωκράτη, και τη ζωή του στην Ελλάδα. Ήταν γιός του Γρύλλου και της Διοδώρας.
Η Οικογένειά του ανήκε στο δήμο των Ερχιέων, λίαν εύπορη αφού ανήκε στη τάξη των ιππέων. Οι περί του έτους γέννησής του πληροφορίες είναι ασαφείς τοποθετούμενες μεταξύ του 440 και του 425 π.Χ. Όμως στη "Ανάβαση" παρουσιάζεται να έχει υπερβεί το 30ο έτος, γεγονός που δικαιολογεί την εκδοχή να έχει γεννηθεί το 431 π.Χ.
 Το 401 π.Χ. ο Ξενοφών καλείται από τον φίλο του Πράξενο (τον Βοιώτιο) που διέτριβε στις Σάρδεις αν θέλει να μετάσχει στην εκστρατεία του Πέρση βασιλόπαιδος Κύρου εναντίον του αδελφού αυτού Βασιλέως Αρταξέρξη Β'. Ο ενθουσιασμός του Ξενοφώντα στην ανταπόκριση της πρόσκλησης φάνηκε από το γεγονός ότι σε προτροπή του Σωκράτη να πάρει χρησμό από το Μαντείο των Δελφών καταφέρνει να αποσπάσει θετική απάντηση με πλάγια όμως ερώτηση που ήταν "Σε ποιόν Θεό θα πρέπει να κάνει θυσία ώστε να πετύχει το ταξίδι του και να επιστρέψει σώος; (αντί της ορθής ερώτησης να πάει ή όχι). Και βέβαια η σοφία του Μαντείου δια του Απόλλωνα που αντιλήφθηκε το σκοπό, του απάντησε όλους εκείνους τους θεούς επ΄ αγαθώ και μη (ακριβώς αυτό που μέχρι σήμερα λέμε "για καλό και για κακό").
Έτσι ο Ξενοφών βρέθηκε στην Ασία παρά το πλευρό του Κύρου τον οποίο και άρχισε να θαυμάζει, από τον θαυμασμό που έτρεφε πρώτα εκείνος για τους Έλληνες. Συγκεκριμένα έλεγε ο Κύρος ότι "θέλει τους Έλληνες συμμάχους του όχι γιατί δεν είχε στρατό αλλά γιατί τους θεωρούσε ανώτερους από όλους τους άλλους λαούς" (Κύρ. Αναβ. Ι 7,3). Ακόμη ευδαιμονούσε τους Έλληνες για την μόνιμη κυριαρχούσα ελευθερία τους, που εκείνος θα προτιμούσε αντί πάντων, και που θεωρούσε ως προϊόν αυτής της ελευθερίας την πολεμική και ηθική των Ελλήνων υπεροχή. Αυτός ήταν και ο λόγος που ουδέποτε οι Πέρσες έκαναν πόλεμο είτε μεταξύ τους είτε ακόμη και με τους Έλληνες χωρίς τη παρουσία επίσης Ελλήνων (Κυρ. Παιδ VIII 8,26). Δεν είναι γνωστό με τι βαθμό η αξίωμα ο Ξενοφών συμμετείχε στο Περσικό στρατό και στην αυλή του Κύρου, το σίγουρο είναι ότι ήταν συνδαιτυμόνας του και εκ των στενότερων συνομιλητών του.
Η πορεία του Ξενοφωντα
Οπωσδήποτε όμως, μετά τον φόνο του φίλου του, Κύρου, στη παρά τα Κούναξα μάχη και την δολία εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών από τον Τισσαφέρνη και εκλεγείς υπό των "μυρίων" (=10.000) Ελλήνων μισθοφόρων, στρατηγός (5ος κατά σειρά), οδήγησε αυτούς επιτυχώς αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους από τα υψώματα της Αρμενίας προς την Τραπεζούντα στις ακτές του Ευξείνου Πόντου και μετά έπλευσαν προς τα δυτικά πίσω στην Ελλάδα. Στη Θράκη, βοήθησαν το Σεύθη Β να γίνει βασιλιάς. Η καταγραφή της εκστρατείας και του ταξιδιού της επιστροφής από τον Ξενοφώντα επιγράφηκε Κύρου Ανάβασις.
Η ιστορική καταγραφή του Ξενοφώντα στην Ανάβαση είναι ένα από τα πρώτα γραπτά κείμενα ανάλυσης των χαρακτήρων ενός ηγέτου και παράδειγμα ανάλυσης τύπου ηγεσίας, που καλείται σήμερα θεωρία «Μεγάλων Ανδρών». Στην καταγραφή, ο Ξενοφών περιέγραψε το χαρακτήρα του Κύρου του νεότερου, λέγοντας ότι “από όλους του Πέρσες που έζησαν μετά τον Κύρο το Μέγα, ήταν ο πιο κατάλληλος για βασιλιάς και για μια αυτοκρατορία (σελ. 91).” Το κεφάλαιο 6 συνιστάται για ανάγνωση διότι περιγράφει τους χαρακτήρες πέντε ηττημένων στρατηγών που παραδόθηκαν στον εχθρό. Ο Κλέαρχος παρατίθεται ότι πίστευε ότι «ένας στρατιώτης θα πρέπει να φοβάται περισσότερο τον ίδιο το διοικητή του από τον εχθρό (σελ. 131).» Ο Μένων περιγράφεται ως άνδρας του οποίου η κυρίαρχη φιλοδοξία ήταν να γίνει πλούσιος (σελ. 133). Ο Αγίας ο Αρκάς και ο Σωκράτης ο Αχαιός αναφέρονται για το θάρρος τους και τον υπολογισμό των φίλων τους.
Ο Ξενοφών αργότερα εξορίστηκε από την Αθήνα, πιθανώς διότι πολέμησε υπό το Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο εναντίον των Αθηνών στην Κορώνεια. (Είναι πιθανό ωστόσο ότι είχε ήδη εξοριστεί λόγω του συνδέσμου του με τον Κύρο.) Οι Σπαρτιάτες του έδωσαν περιουσία στη Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία στην Ηλίδα, όπου συνέγραψε την Ανάβαση. Ο γιος του πολέμησε για την Αθήνα στη Μαντίνεια, ενώ ο Ξενοφών ακόμη ζούσε, έτσι η εξορία του ανεκλήθη. Ο Ξενοφών πέθανε στην Κόρινθο, ή ίσως στην Αθήνα, και η ημερομηνία θανάτου του είναι αβέβαιη. Είναι γνωστό ότι έσωσε τον προστάτη του Αγησίλαο, για τον οποίο έγραψε ένα εγκώμιο.
Ο Διογένης Λαέρτιος ονόμαζε τον Ξενοφώντα "Αττική Μούσα" λόγω της γλυκύτητας της γραφής του, λίγοι ποιητές έγραψαν στην Αττική διάλεκτο.
Τα έργα του Ξενοφώντος, ιδιαιτέρως η Κύρου Ανάβασις, συχνά διαβάζονται από αρχαρίους στην Ελληνική γλώσσα. Τα Ελληνικά είναι μία κύρια πηγή γεγονότων στην Ελλάδα από το 411 ως το 404 π.Χ., και των Σωκρατικών έργων, που διατηρήθηκαν καθ' ολοκληρία, είναι οι μόνοι εναπομείναντες αντιπρόσωποι των Σωκρατικών λόγων εκτός των διαλόγων του Πλάτωνος.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Erwin Rommel

Ο Έρβιν Γιόχαν Όιγκεν Ρόμ(μ)ελ (Erwin Johann Eugen Rommel) ήταν Στρατάρχης του Γ΄ Ράιχ και ένας από τους ικανότερους στρατιωτικούς ηγέτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις ικανότητές του αυτές, του είχε αποδοθεί το προσωνύμιο «Αλεπού της Ερήμου».
Ο Ρόμμελ γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1891 στο Χέντενχάιμ (Heidenheim an der Brenz) κοντά στο Ουλμ, στο κρατίδιο της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία. Ο πατέρας του, που λεγόταν επίσης Έρβιν, ήταν Διευθυντής στο τοπικό Γυμνάσιο, και η μητέρα του Χελένε γόνος τοπικής πλούσιας οικογένειας. Το ζεύγος είχε επίσης άλλα τρία παιδιά, τον Καρλ, τον Γκέρχαρντ και την Χελένε.Αρχικά είχε εκφράσει την επιθυμία να σπουδάσει μηχανικός, ο πατέρας του, όμως, τον έπεισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Ο νεαρός Έρβιν εγγράφεται στη Σχολή Ευελπίδων του Ντάντσιχ (Danzig) to 1910. Tο 1911 γνωρίζει μια κοπέλα, την Λουσί Μαρία Μολίν {Lucie Maria Mollin), την οποία ερωτεύεται και νυμφεύεται το 1916. Ο Έρβιν αγαπούσε πολύ τη σύζυγό του, όπως μαρτυρούν οι επιστολές που της έστελνε κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών αποστολών του (και ειδικότερα στο Β΄ Παγκ. Πόλεμο) και χαϊδευτικά την αποκαλούσε «Λου».
Απέκτησαν ένα γιο, τον Μάνφρεντ (1928), μετέπειτα δήμαρχο της Στουτγκάρδης.Το 1912 τελειώνει τις σπουδές του και τοποθετείται στο 124ο Σύνταγμα του Γερμανικού Στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Συμμετέχει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το Σώμα των Αλπινιστών (Alpen Korps) και παίρνει μέρος σε πολλές μάχες στην Ιταλία, στη Ρουμανία και στη Γαλλία. Τραυματίζεται τρεις φορές, ωστόσο με την αποθεραπεία του επιστρέφει στο μέτωπο. Τότε παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Πρώτης Τάξεως.Η πρώτη μεγάλη ένδειξη της στρατιωτικής του μεγαλοφυΐας παρέχεται στη Μάχη του Καπορέττο στις 26 Οκτωβρίου του 1917, όπου κατανικώντας τους Ιταλούς με έφοδο διοικώντας μόλις 200 Γερμανούς, συλλαμβάνει αιχμαλώτους 150 αξιωματικούς και 9.000 στρατιώτες και κυριεύει 81 πυροβόλα της φρουράς του Λονγκαρόνε. Για το κατόρθωμά του αυτό, παίρνει το παράσημο "Pour le merite" (ύψιστη τιμητική διάκριση της Πρωσσίας).Μετά τον πόλεμο, παρέμεινε στις τάξεις της συρρικνωμένης Ράιχσβερ, και κατά τη δεκαετία του 1920 υπηρετεί σε διάφορα συντάγματα του γερμανικού στρατού. Το 1929 τοποθετείται εκπαιδευτής της Σχολής Πεζικού (έχοντας το βαθμό του Λοχαγού) στη Δρέσδη, όπου παραμένει μέχρι το 1933.
Στη συνέχεια αναλαμβάνει καθήκοντα στη Σχολή Πολέμου του Πότσδαμ (Potsdam) από το 1935 μέχρι το 1937. Το 1937 εκδίδει το ημερολόγιο που κρατούσε κατά τη δράση του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον τίτλο "Infanterie greift an" (Το Πεζικό Επιτίθεται), το οποίο και γίνεται χρηστικό εγχειρίδιο της εποχής. Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, ο Ρόμελ γοητεύεται από τις προοπτικές που ανοίγει για τη Γερμανία ο νέος ηγέτης. Ο Χίτλερ, έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Ρόμελ, τον τοποθετεί υπεύθυνο της προσωπικής του ασφάλειας, όταν ο Χίτλερ επισκέπτεται τη Σουδητία (Sudetenland) το 1938 και την Πράγα το 1939 μετά την ολοκληρωτική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας από το Ράιχ. Ωστόσο, ο Ρόμελ ουδέποτε υπήρξε οπαδός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και, φυσικά, ούτε έγινε ποτέ μέλος του. Ο Ρόμελ μετατίθεται στη Σχολή Πολέμου του Βίνερ - Νόισταντ (Wiener-Neustadt), όπου παραμένει μέχρι το 1938 ξεκινώντας τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του, με τίτλο "Panzer greift an" (Τα Τεθωρακισμένα Επιτίθενται).
Στην εκστρατεία εναντίον της Πολωνίας δεν είχε άμεση συμμετοχή, καθώς ήταν επικεφαλής της φρουράς του στρατηγείου του Χίτλερ. Το 1940, έχοντας πλέον το βαθμό του Υποστράτηγου, συμμετέχει στην επίθεση εναντίον της Γαλλίας (και αφού έχει προηγηθεί επεισόδιο με τον Χίτλερ), ως Διοικητής της 7ης Μεραρχίας Θωρακισμένων (7 Panzerdivision). Όπως και ο συνάδελφός του (και υφιστάμενος του, Χάιντς Γκουντέριαν, ο Ρόμελ είναι οπαδός του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg) και εκπληρώνει λαμπρά την αποστολή που του έχει ανατεθεί: Η μονάδα του είναι η πρώτη που φθάνει στη Μάγχη και στις 19 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει το Χερβούργο, σημαντικό λιμάνι της Γαλλίας. Η δράση του στην εισβολή στη Γαλλία χάρισε στον ίδιο και στην μεραρχία του την ονομασία «Μεραρχία Φάντασμα», λόγω της αστραπιαίας δράσης της μεραρχίας. Στην Γαλλία αιχμαλώτισε 100.000 άνδρες των Συμμάχων και κατέστρεψε 450 άρματα μάχης, ενώ η Μεραρχία του έχασε μόνο 2.500 άνδρες και μόλις 40 άρματα μάχης. Για τις επιτυχίες του, του απονεμήθηκε ο Σταυρός των Ιπποτών και ο βαθμός του Αντιστράτηγου.
Το 1941 του ανατίθεται η διοίκηση της 15ης Μεραρχίας Πάντσερ και της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας. Αυτές θα αποτελέσουν τον πυρήνα του γνωστού ως "Afrika Korps" («Σώμα της Αφρικής») γερμανικού εκστρατευτικού σώματος στη Βόρεια Αφρική. Βασική του αποστολή είναι να βοηθήσει τον ιταλικό στρατό, ο οποίος, έχοντας πολύ κακό οπλισμό, ατάλαντους ηγέτες και χαμηλό ηθικό, έχει υποστεί σχεδόν συντριβή από τις Βρετανικές δυνάμεις. Ο Ρόμελ, με πολύ κατώτερες αριθμητικά δυνάμεις, ανατρέπει ολοκληρωτικά το σκηνικό. Στις μάχες αυτές χρησιμοποιεί πολλά τεχνάσματα: διατάζει ψευδείς υποχωρήσεις που οδηγούν σε παγίδες, τοποθετεί παλιούς κινητήρες αεροσκαφών σε φορτηγά με σκοπό να σηκώνουν σκόνη για να δείχνουν υπέρτερες οι δυνάμεις του, μετακινεί φορτηγά προς κάποια κατεύθυνση για να επισημανθούν από την αεροπορία και το βράδυ αυτά γυρίζουν στη βάση τους, δημιουργεί ξύλινα ομοιώματα τανκς για την παραπλάνηση των αεροπλάνων αναφοράς του εχθρού όσον αφορά τις δυνάμεις του στρατού του, κατα τη διάρκεια των μαχών στείνει ψεύτικα πυροβόλα για τον αποπροσανατολισμό του εχθρού κτλ.. Οι Βρετανικές δυνάμεις πέφτουν συχνά στις "παγίδες" αυτές, που επάξια του χαρίζουν το προσωνύμιο «αλεπού της ερήμου».
Τον Φεβρουάριο του 1941 συλλαμβάνει αιχμαλώτους δυο Βρετανούς στρατηγούς και προάγεται σε Στρατηγό από τη γερμανική διοίκηση. Επίσης, καταφέρνει να εκδιώξει τις βρετανικές δυνάμεις από τη Λιβύη και να τις απωθήσει στην Αίγυπτο. Περικυκλώνει το Τομπρούκ, το σημαντικότερο λιμάνι της Κυρηναϊκής, και το πολιορκεί. Οι Βρετανοί οργανώνουν τρεις επιχειρήσεις για την διάσωσή του. Οι πρώτες δύο, οι επιχειρήσεις "Brevity" και "Battleaxe", αποτυγχάνουν. Η τρίτη, η λεγόμενη επιχείρηση «Σταυροφόρος» (Crusader), αρχικά επιτυγχάνει και ο Ρόμελ οπισθοχωρεί μέχρι την κωμόπολη της Ελ Αγκέιλα (7 Δεκεμβρίου 1941). Έχοντας πάρει θάρρος, οι βρετανικές δυνάμεις τον καταδιώκουν, αλλά στις 20 Ιανουαρίου ο Ρόμελ εξαπολύει σφοδρή αντεπίθεση προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Οι Σύμμαχοι φθάνουν στο Τομπρούκ και κλείνονται εκεί προετοιμαζόμενοι για πολιορκία. Στις 24 Μαΐου, όμως, ο Ρόμελ επιτίθεται ξανά και πλευροκοπεί τις συμμαχικές δυνάμεις στη Γκαζάλα και το Μπιρ Χακίμ, εξαναγκάζοντάς τις σε υποχώρηση. Εγκαταλείπουν, έτσι, το Τομπρούκ, που ο Ρόμελ καταλαμβάνει στις 6 Ιουνίου του 1942, αναγκάζοντας τους 33.000 υπερασπιστές του να παραδοθούν.
Η νίκη αυτή του εξασφαλίζει τη στραταρχική του ράβδο, δηλαδή την προαγωγή του στον ανώτατο δυνατό βαθμό του Στρατάρχη. Παράλληλα, κάνει τον Ουίνστον Τσώρτσιλ να αναφωνήσει «Δε θα βρούμε ποτέ ένα στρατηγό ικανό να κερδίσει μια μάχη;».Ο Ρόμελ καταδιώκει τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες τον σταματούν στο Ελ Αλαμέιν, γιατί αυτός δεν έχει τα μέσα να προχωρήσει. Το Σεπτέμβριο εγκαταλείπει την Αφρική, καταφεύγοντας στο Ζέμμερινγκ γιατί έχει παρουσιάσει σοβαρά συμπτώματα ασθένειας: υψηλή πίεση, εντερικό κατάρρου, ηπατοπάθεια. Επιστρέφει εσπευσμένα μετά τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν, όπου οι συμμαχικές δυνάμεις νικούν το Άφρικα Κορπς. Ο Ρόμελ διευθύνει τη σταδιακή υποχώρηση του στρατού του μέσω της Λιβύης προς την Τυνησία, παρά τις αντίθετες εντολές του Χίτλερ, ο οποίος επιμένει σε στατική άμυνα μέχρις εσχάτων. Σε αυτό το σημείο αρχίζει και η μεταστροφή του Ρόμελ: από πιστός και ένθερμος οπαδός του Φύρερ, αρχίζει να χάνει την εμπιστοσύνη του στον Χίτλερ.Η κατάσταση σε όλα τα μέτωπα αρχίζει να ανατρέπεται, καθώς μεγάλες γερμανικές δυνάμεις έχουν εμπλακεί στο μέτωπο της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ τον Νοέμβριο του 1943, αποβιβάζονται στην Αλγερία και το Μαρόκο οι πρώτες Αμερικανικές δυνάμεις. Στη μάχη του περάσματος Κασσερίν, ο Ρόμμελ καταφέρνει να επιφέρει μεγάλες απώλειες στο 2ο Σώμα των ΗΠΑ και να σταθεροποιήσει τις θέσεις του. Το Άφρικα Κορπ, όμως, πάσχει σημαντικά από έλλειψη εφοδίων και, κυρίως, βενζίνης, ενώ παράλληλα είναι αδύνατο να του σταλούν ενισχύσεις. Ο Ρόμελ ανακαλείται από τον Χίτλερ και επιστρέφει στη Γερμανία.

Ο Χίτλερ, όμως, δεν τον αφήνει να συνεχίσει τη θεραπεία του, όπως του είχε πει ανακαλώντας τον. Στις 23 Ιουνίου τοποθετείται επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Β, που επιτηρεί τα παράλια της Δυτικής Ευρώπης, με αποστολή να τις καταστήσει απρόσβλητες απέναντι στην επερχόμενη συμμαχική απόβαση. Ο Στρατάρχης έχει επίγνωση του δυσχερέστατου έργου που έχει αναλάβει. Διατάσσει την κατασκευή οχυρωμένων θέσεων, την πόντιση ναρκών, την κατασκευή αντιαρματικών και αντιαποβατικών εμποδίων. Δυστυχώς, τα απόλυτα σωστά μέτρα που ήθελε να λάβει δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθούν: Το τσιμέντο χρησιμοποιήθηκε για τις βάσεις του Πεενεμούντε (εκτόξευση των V2), οι εκρηκτικές ύλες είναι ανεπαρκείς για την κατασκευή του απαιτουμένου αριθμού ναρκών, για τα αντιαρματικά εμπόδια λείπουν τα κατάλληλα μέταλλα. Ο Ρόμελ γνωρίζει πόσο εύθραυστο είναι το μέτωπο που υπερασπίζεται, όσο και αν ο Φύρερ επιμένει να το αποκαλεί «τείχος του Ατλαντικού». Ταυτόχρονα εμπλέκεται σε μια διαφωνία με τον προϊστάμενό του, Στρατάρχη Γκερντ φον Ρούντστεντ, σχετικά με τη χρήση των πολύτιμων τεθωρακισμένων εφεδρειών.
Ο Ρόμελ, με βάση την εμπειρία του από την Αφρική και την εκεί αεροπορική κυριαρχία των Συμμάχων, τα θέλει κοντά στην ακτή, ενώ ο Ρούντστεντ, ακολουθώντας το κλασικό δόγμα, τα θέλει συγκεντρωμένα στην ενδοχώρα, ώστε να εξαπολύσουν συγκεντρωτική αντεπίθεση κατά του συμμαχικού προγεφυρώματος. Ο Χίτλερ συντάσσεται με τον Ρούντστεντ. Ο Ρόμελ όμως διαπράττει και ένα σημαντικότατο στρατηγικό σφάλμα: από κοινού με το γερμανικό επιτελείο, περιμένει την απόβαση στο Καλαί, το στενότερο σημείο της Μάγχης, και όχι στη Νορμανδία, όπου το πυροβολικό δεν επαρκεί και τα περισσότερα τάγματα που τον επανδρώνουν είτε στελεχώνονται από υπερήλικες ή ασθενείς εφέδρους είτε είναι τάγματα «Ανατολικών στρατευμάτων» (Osttruppen) αμφίβολης αξίας.Εν τέλει, η συμμαχική απόβαση λαμβάνει χώρα στις 6 Ιουνίου 1944 (D-Day), ενώ ο Ρόμελ είναι σε άδεια στη Γερμανία. Επιστρέφει αμέσως και διευθύνει με σχετική επιτυχία τις αμυντικές μάχες, αλλά η εξάλειψη του προγεφυρώματος είναι ανέφικτη. Στις 17 Ιουλίου, ένα καταδιωκτικό αεροπλάνο ανατίναξε το αυτοκίνητό του, προξενώντας στον Στρατάρχη σοβαρό τραύμα στο κεφάλι. Λίγες μέρες μετά, στις 20 Ιουλίου, γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Εκτελεστής είναι ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, στη συνωμοσία, όμως, που έχει εξυφανθεί, συμμετέχουν και αρκετοί αξιωματικοί κοντά στον Ρόμελ, όπως ο επιτελάρχης του Χανς Σπάιντελ (Hans Speidel).
Η εμπλοκή του Ρόμελ στην συνωμοσία είναι ακόμα αντικείμενο διχογνωμιών: παρότι ο ίδιος είχε γίνει επικριτικός για το ναζιστικό καθεστώς, και είχε έντονες διαμάχες με τον Χίτλερ σχετικά με την διεύθυνση του πολέμου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι είχε μυηθεί στη συνωμοσία, αν και πιθανότατα, όπως και πολλοί άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί, γνώριζε την ύπαρξή της. Ως ο πιο γνωστός και σεβαστός ακόμα και στους Συμμάχους Γερμανός στρατηγός όμως, προοριζόταν από τους συνωμότες για την θέση του προέδρου του Ράιχ. Η απόπειρα αποτυγχάνει και η Γκεστάπο αναλαμβάνει την εξιχνίασή της. Παρά την έλλειψη στοιχείων κατά του Ρόμελ, αρκετά ανώτατα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, όπως ο Μάρτιν Μπόρμαν, τον υποπτεύονται, και το στρατοδικείο που θα εξετάσει την υπόθεσή του είναι στελεχωμένο με αντιπάλους του, και τον παραπέμπει στο διαβόητο "λαϊκό δικαστήριο". Ο Ρόμελ όμως, ήρωας στα μάτια του γερμανικού λαού, δεν είναι δυνατό να περάσει από δημόσια δίκη για προδοσία. Ο Χίτλερ του προσφέρει εναλλακτική λύση, στέλνοντας δύο στρατηγούς με μια επιστολή του και μια κάψουλα στο Χέρλιγκεν, όπου ο Στρατάρχης ανάρρωνε από το σοβαρό τραυματισμό του στη Γαλλία: Να θέσει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του, με αντάλλαγμα να μη κινδυνεύσουν με αντίποινα η σύζυγός του και ο γιος τους. Ο Ρόμελ δέχεται και στις 16 Οκτωβρίου 1944, σε ηλικία 52 ετών, καταπίνει μια κάψουλα υδροκυανίου.Ενταφιάζεται με τιμές ήρωα πολέμου στο Χέρλινγκεν (Herrlingen).Ο γιος του, Μάνφρεντ, ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε δήμαρχος στη Στουτγάρδη από το 1974 ως το 1996, όντας παράλληλα ένας από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς του κόμματός του.
Ο τάφος του Ρόμελ στο Herrlingen

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Ο Αννίβας

Ο Αννίβας (247 π.Χ. - 183 π.Χ.) (ή Αννίβας Βάρκας) ήταν ένας Καρχηδόνιος κρατικός λειτουργός και στρατηγός και το όνομά του σήμαινε : «η χάρη του Βάαλ». Ήταν ένας από τους τρεις γιους του Αμίλκα Βάρκα. Είχε άλλα 3 αδέρφια, τον Μάγωνα, τον Ασδρούβα και την Σοφονίβα.
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες της ιστορίας. Η φήμη του οφείλεται στα επιτεύγματά του κατά τη διάρκεια του Β' Καρχηδονιακού πολέμου καθώς και η πορεία του από την Ισπανία μέσω των Πυρηναίων και των Άλπεων με κατεύθυνση την βόρεια Ιταλία, με 50.000 πεζικό, 9.000 ιππικό και 37 ελέφαντες. Οι νίκες κατά των Ρωμαίων έγιναν στον ποταμό Τρέβια το 218 π.Χ. όπου πήραν μέρος και 14.000 Γαλάτες που πήγαν με το μέρος του Αννίβα. Ακολούθησε η νίκη στη λίμνη Τρασιμένη το 217 π.Χ. (όπου οι Ρωμαίοι έχασαν 15.000 άνδρες) και αυτή στις Κάννες το 216 π.Χ..
Ο δρόμος για τη Ρώμη φαινόταν πλέον ανοιχτός και η φράση «ο Αννίβας προ των πυλών» σημάδεψε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για χρόνια. Ωστόσο ο Καρχηδόνιος στρατηγός δε βάδισε κατά της "αιώνιας πόλης", και προτίμησε να κινηθεί προς τη Νότιο Ιταλία. Αυτή η κίνηση του Αννίβα έκανε τον επικεφαλής του ιππικού του να του πει: «Ξέρεις να νικάς, όχι όμως και να αξιοποιείς τη νίκη». Oι Ρωμαίοι δεν τόλμησαν να αναμετρηθούν μαζί του σε μάχη εκ παρατάξεως, αλλά επιδόθηκαν σε πόλεμο φθοράς επειδή ο Αννίβας αντιμετώπιζε πρόβλημα ανεφοδιασμού λόγω της απόστασης που τον χώριζε απο τις βάσεις του στην Ισπανία και την Καρχηδόνα.
Αλλά οι νίκες του Αννίβα είχαν κι άλλον έναν αντίκτυπο. Οι Ρωμαίοι κινδύνευαν να χάσουν τους συμμάχους τους από γενικευμένη εξέγερση. Πολλοί από τους συμμάχους της Ρώμης άλλαξαν στρατόπεδο και πήγαν με το μέρος του Αννίβα. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος ο 5ος, συμμάχησε με τον Αννίβα το 215 π.Χ. Ωστόσο οι Ρωμαίοι ξαναβρήκαν τη δύναμή τους και επανέκτησαν μερικά από τα εδάφη που είχαν χάσει.
Μόλις το 204 π.Χ. μπόρεσαν οι Ρωμαίοι να αντεπιτεθούν κάνοντας απόβαση στη Βόρεια Αφρική. Η Καρχηδόνα του ζήτησε να σταματήσει την εκστρατεία και να γυρίσει πίσω, φοβούμενη τους Ρωμαίους που είχαν απορρίψει κάθε προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Στην περίφημη μάχη της μάχη της Ζάμας το 202 π.Χ., ο Σκιπίων ο Αφρικανός νίκησε τον Αννίβα. Τον ανάγκασε σε υποταγή και κατέστρεψε ολοσχερώς την Καρχηδόνα φοβούμενος μια νέα εξέγερση.
Μετά την ήττα στη Ζάμα και τη λήξη του πολέμου, ο Αννίβας για ένα διάστημα ηγήθηκε στην προσπάθεια αναστύλωσης της Καρχηδόνας, έως ότου το 195 π.Χ. οι Ρωμαίοι τον ανάγκασαν σε εξορία. Ο Αννίβας κατέφυγε στην αυλή του Αντίοχου Γ'. Το 190 π.Χ. οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Αντίοχο και μεταξύ άλλων απαίτησαν την παράδοση του Αννίβα ο οποίος κατέφυγε στην αυλή του βασιλιά Προυσία Α' της Βιθυνίας, απ' όπου αναγκάστηκε πάλι να φύγει.
Τελικά ο Αννίβας προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Ρωμαίων το 183 π.Χ. αυτοκτόνησε στη Λίμπισα, κοντά στη σημερινή Κωνσταντινούπολη, πίνοντας δηλητήριο.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

TOLKIEN- Ο συγγραφέας του Άρχοντα των Δακτυλιδιών

O Τ.Ρ.Ρ. Τόλκιν σε νεαρή ηλικία
Ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν (John Ronald Reuel Tolkien) (1892-1973) ήταν εξέχων και διαπρεπής Άγγλος φιλόλογος και συγγραφέας. Έγινε ευρέως γνωστός το 1954, όταν εκδόθηκε Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, το πιο διάσημο βιβλίο του, το οποίο μαζί με τα συναφή Σιλμαρίλλιον, Το Χόμπιτ ξεκίνησαν ουσιαστικά ένα λογοτεχνικό είδος, την φανταστική λογοτεχνία στη σύγχρονη εποχή. Τα βιβλία αυτά διαδραματίζονται σε έναν φανταστικό κόσμο επινόησης του συγγραφέα, που πολύ συχνά ονομάζεται "Μέση Γη" (σημ: ωστόσο αυτή η ονομασία δεν είναι απόλυτα ακριβής μέσα στο μύθο του Τόλκιν) ο οποίος είναι ένας κόσμος που προσομοιάζει τη Μεσαιωνική Ευρώπη, όπου όμως η μαγεία υπάρχει και πέρα από τους ανθρώπους υπάρχουν και φυλές άλλων μυθικών πλασμάτων.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και διαβάζονται ακόμα και σήμερα. Εκτός από μυθιστορήματα, έχει γράψει και ορισμένες μελέτες πάνω στα παραμύθια και αρκετές ποιητικές συλλογές.

Ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν, πρωτότοκος γιός του Άρθουρ Ρούελ Τόλκιν και της συζύγου του Μέιμπελ, γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1892 στο Μπλουμφοντέιν (Blœmfontein), τότε πρωτεύουσα του Orange Free State, μέρος της σημερινής Νότιας Αφρικής. Η οικογένεια βρισκόταν στη Νότια Αφρική λόγω μιας θέσης στην τοπική τράπεζα που είχε προσφερθεί στον Άρθουρ, και την οποία θεώρησε ευκαιρία. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στην Νότια Αφρική το 1891. Το 1894 γεννήθηκε ο πρώτος αδελφός του Ρόναλντ (όπως τον φώναζαν), ο Χίλαρι (Hilary). Το κλίμα της νότιας Αφρικής φαίνεται πως είχε κακή επίδραση στην υγεία των δύο παιδιών (που ήταν 2 ετών και μηνών αντίστοιχα), και το 1895 η Μέιμπελ με τους γιούς της επέστρεψε στην Αγγλία, στο σπίτι της μητέρας της σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Μπέρμιγχαμ (Birmingham).
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ρόναλντ στο Blœmfontein, είχαν ως αποτέλεσμα η αγγλική εξοχή να του φανεί παράδεισος.
Είναι αξιοσημείωτο επίσης ένα περιστατικό που συνέβη στον Ρόναλντ στο Blœmfontein: είχε μόλις αρχίσει να περπατάει όταν τον δάγκωσε μια ταραντούλα, από το δηλητήριο της οποίας τον έσωσε μια νοσοκόμα, η οποία το ρούφηξε από την πληγή. Αυτό το γεγονός πιθανώς πολύ αργότερα να γέννησε τη Σέλομπ και την Ουνγκόλιαντ, και άλλους αραχνοειδείς εχθρούς στο μύθο του Τόλκιν.
Το 1904 όταν ο Τόλκιν είναι 12 χρονών, η μητέρα του πεθαίνει και αυτόν και τον αδελφό του, τους παίρνει υπό την προστασία του ο ιερέας Φράνσις Μόργκαν της τοπικής Καθολικής Εκκλησίας και τους στεγάζει στο ίδρυμα που συντηρούσε η ενορία.
Ο Τόλκιν το 1916
Σπουδάζει στη Σχολή "Βασιλεύς Εδουάρδος VI" στο Μπέρμιγχαμ όπου διδάσκεται αγγλοσαξονικά και αρχαία αγγλικά και στη συνέχεια στο κολλέγιο Έξετερ της Οξφόρδης Αγγλική Φιλολογία. Έχοντας εξαιρετική έφεση και μεγάλη αγάπη για τις γλώσσες και την ιστορία τους, μελετάει αρχαία Ουαλικά και Φινλανδικά και στη συνέχεια, αρχίζει να δημιουργεί δικές του γλώσσες που αργότερα θα τις πλαισιώσει με θαυμαστές φανταστικές ιστορίες με λαούς της Μέσης Γης, ξωτικά, νάνους και Χόμπιτς.
Παντρεύεται πολύ νέος την παιδική του φίλη Ήντιθ Μπρατ, κατά 2 χρόνια μεγαλύτερή του και αποκτά μαζί της 4 παιδιά. Ο γάμος τους είναι πολύ ευτυχισμένος και η Ήντιθ γίνεται έμπνευση για να δημιουργήσει αργότερα σε μια από τις ιστορίες του την Λούθιεν, το πανέμορφο ξωτικό, που ερωτεύεται τον θνητό Μπέρεν.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπάει και αναστατώνει την μέχρι τότε ήρεμη ζωή του Τόλκιν. Υπηρετεί στους Τυφεκιοφόρους του Λάνκασάιρ ως αξιωματικός. Παίρνει μέρος στη Μάχη του Σομμ (1916) και καταφέρνει να επιβιώσει, αλλά δύο από τους τρεις καλύτερούς του φίλους σκοτώνονται σ'αυτή τη μάχη, πράγμα που του αφήνει βαθειά σημάδια θλίψης. Ο μεγάλος του σεβασμός για τον απλό στρατιώτη, που βρίσκεται κάτω από την τρομακτική ψυχολογική πίεση που προκαλεί ο πόλεμος, φαίνεται μέσα από τα έργα του, όπως τα απλοϊκά μικρά Χόμπιτ στον "Άρχοντα των Δακτυλιδιών" που επιδεικνύουν πρωτόγνωρο μεγαλείο θάρρους και δύναμης.
Αργότερα την ίδια χρονιά προσβλήθηκε από τον "πυρετό των χαρακωμάτων" και επέστρεψε στην Αγγλία.
Μετά τον πόλεμο, εργάζεται για την σύνταξη του Νέου Λεξικού της Αγγλικής (New English Distionary). Το 1920 διορίζεται λέκτορας της Αγγλικής στο Πανεπιστήμιο του Λιντς. Το 1924 προάγεται σε Καθηγητής (Professor) που είναι η υψηλότερη ακαδημαική βαθμίδα στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Εκείνη την εποχή ξεκινάει να γράφει ιστορίες για τα παιδιά του, καθώς και κάποιες πρώιμες ιστορίες που αργότερα θα αποτελέσουν τη βάση για το μετέπειτα μεγάλο έργο του. Η πιο διάσημη από τις ιστορίες που δημιούργησε για τα παιδιά του, είναι "Το Χόμπιτ" που εκδόθηκε το 1937 και είχε μεγάλη επιτυχία. Ο εκδότης του Στάνλευ Άνγουιν, ζήτησε από τον καθηγητή να γράψει συνέχεια της ιστορίας.
Η συνέχεια της ιστορίας όμως έμελλε να διακοπεί από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που ξέσπασε και επηρέασε για μια ακόμα φορά τα γραπτά του Τόλκιν. Χρειάστηκαν 12 ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί το βιβλίο. Όμως η ιστορία δεν ήταν πια ένα απλό διήγημα για παιδιά, αλλά ένα μεγαλειώδες έπος για ενήλικες : " Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών".
Λίγο μετά την έκδοση του έργου του, ο Τόλκιν παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο για να μείνει μαζί με την αγαπημένη του Ήντιθ στην παραθαλάσσια πόλη Μπέρνμουθ.
Το 1971 μετά το θάνατο της γυναίκας του, επέστρεψε στην Οξφόρδη κοντά στα παιδιά του. Πέθανε 2 χρόνια αργότερα, μετά από μια σύντομη ασθένεια, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1973, σε ηλικία 81 ετών.
Ο τάφος του δίπλα στην πολυαγαπημένη του γυναίκα, στο κοιμητήριο της Οξφόρδης, εκτός από το κανονικό τους όνομα, γράφει και τα ονόματα των μυθικών ηρώων του, αιώνια ερωτευμένων μεταξύ τους, Μπέρεν και Λούθιεν.
Το μεγάλο μυθολογικό έργο του Σιλμαρίλλιον εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού συγκεντρώθηκε και επεξεργάστηκε από τον μικρότερο γιο του Κρίστοφερ Τόλκιν.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

William Wallace-Ο μύθος του BRAVEHEART

Ο Γουίλιαμ Γουάλας (1272/1276 - 1305) ήταν Σκωτσέζος ευγενής και πατριώτης, πρωταγωνιστής του πολέμου κατά των Άγγλων κατά την διάρκεια της ανεξαρτησίας της Σκωτίας. Υμνήθηκε από τους ποιητές και τους καλλιτέχνες, ιδιαίτερα από τον τροβαδούρο του 15ου αιώνα Μπλίντ Χάρρυ. Καταγόταν από το μικρό χωριό Ελλερσλί και την δημοφιλέστερη εκδοχή το όνομα Γουάλλας σημαίνει "Ουαλλός" ή "ξένος" λόγω της Ουαλλικής του καταγωγής. Ο Μπλίντ Χάρρυ δέν περιγράφει τα περιστατικά της ζωής του ως το 1296 οπότε και συνέβη η επίθεση του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α', μετά τρεις γενιές ειρήνης μεταξύ Άγγλων Σκωτσέζων γιατί δεν είχε στοιχεία. Αμφισβητείται έντονα και η ημερομηνία γέννησης του αλλά το βέβαιο είναι ότι συνέβη το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1270.
 Την εποχή της γέννησης του Γουίλιαμ Γουάλας η Σκωτία απολάμβανε μεγάλη ευημερία πάνω από 20 χρόνια όπου βρισκόταν υπό την εξουσία του άξιου βασιλιά της Αλεξάνδρου Γ'. Τα προβλήματα ξεκίνησαν το (1286) οπότε και ο Αλέξανδρος Γ' πέθανε πέφτοντας από το άλογο του, αφήνοντας διάδοχο του την μόλις τετράχρονη εγγονή του Μαργαρίτα. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Α' ο μακροσκελής πήρε τότε πλεονέκτημα αρραβωνιάζοντας τον γιο και διάδοχο του Εδουάρδο με την Μαργαρίτα και την υπόσχεση να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Αλλά όταν πέθανε η εφτάχρονη Μαργαρίτα (1290) τα προβλήματα διαδοχής στην Σκωτία ήρθαν σε μεγάλο αδιέξοδο, και ξεκίνησε τότε ο πόλεμος διαδοχής μεταξύ των δύο κυριότερων αντιμαχόμενων Σκωτσέζικων οικογενειών του Ροβέρτου Μπρους και του Τζων Μπάλλιολ. Το αδιέξοδο θα μπορούσε να λυθεί με την επέμβαση του ισχυρότατου γείτονα τους, του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α' ο οποίος ώς τότε είχε δείξει καλές προθέσεις απέναντι τους όλοι οι ευγενείς ακόμα και οι Μπρούς - Μπάλλιολ συμφώνησαν να μπουν υπό την κρίση του. Ο Εδουάρδος Α΄ τελικά αποφάσισε στα τέλη του 1292 να ορίσει βασιλιά της Σκωτίας τον Τζων Μπάλλιολ και να έχει ο ίδιος την ψηλή εξουσία απέναντι του κάτι που δυσαρέστησε έντονα την οικογένεια των Μπρους. Ο Εδουάρδος δεν κράτησε τις υποσχέσεις του για ανεξαρτησία της Σκωτίας και αμέσως μετά την ενθρόνιση του Τζων Μπάλλιολ έγινε σκληρός, αυταρχικός, ήθελε να ελέγχει όλες του τις κινήσεις. Ο Τζων Μπάλλιολ έφτασε σε ακραία σημεία δυσαρέσκειας απέναντι στον Άγγλο βασιλιά (1296) όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει την υποταγή του και συμμάχησε με την Γαλλία εναντίον του. Τότε ο Εδουάρδος κυρίευσε το κάστρο του Μπέργουικ σφάζοντας τους αντιπάλους του, και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου οι Σκωτσέζοι ηττήθηκαν οριστικά στην μάχη του Ντουνχάρ ο Τζων Μπάλλιολ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Εδουάρδος Α' δέχτηκε την υποτέλεια 8.000 Σκωτσέζων ευγενών αφού πρώτα έκλεψε την ιερή πέτρα που βρισκόταν κάτω από τον θρόνο των Σκωτσέζων βασιλέων και την μετέφερε στο Λονδίνο.
Κυκλοφορούν δύο ιστορίες γύρω από την νεότητα του Γουίλιαμ Γουάλας (1296 - 1297), ο ένας λέει ότι ψάρευε στον ποταμό Ίρβινγκ όταν τον προσέγγισε μια ομάδα από Άγγλους στρατιώτες που του ζήτησαν να παραδοθεί σε αυτούς. Ο Γουίλιαμ τους καλόπιασε προσφέροντας τους μισό από το ψάρι του, και εκνευρισμένος από την αστεία του πράξη ένας στρατιώτης τον πλησίασε και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Γουίλιαμ τον έπληξε και τον σκότωσε με το καλάμι ψαρέματος, παίρνοντας το ξίφος του στην συμπλοκή υπέταξε εύκολα μόνος του τους υπόλοιπους Άγγλους στρατιώτες σκοτώνοντας 5 από αυτούς. Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στην πόλη του Νταντέ ξεκίνησε τον πόλεμο ανεξαρτησίας δολοφονώντας τον γιο του Άγγλου διοικητή της πόλης. Η ιστορία αυτή φαίνεται ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να ισχύει γιατί στην συγκεκριμένη πόλη ο Γουίλιαμ Γουάλας είχε σπουδάσει ξοδεύοντας μεγάλο μέρος από την νεότητα του σε αυτήν, αλλά δεν υπάρχει κανένα κείμενο για τις δραστηριότητες του ως το 1297. Τον Μάιο του 1297 σκότωσε και κομμάτιασε τον Άγγλο σερίφη του Λανάρκ για να εκδικηθεί τον θάνατο της Μάριον Μπραίντφουτ του Λάμινγκτον. Συμμαχώντας με τον Γουλιέλμο Ντάγκλας άρχισε ασταμάτητες επιδρομές σε όλα τα Αγγλικά εδάφη της Νότιας Σκωτίας ελευθερώνοντας διαδοχικά τις πόλεις Αμπερντίν, Περθ, Γλασκώβη, Νταντέ. Μπλέχτηκε το 1297 σε άλλο ένα επεισόδιο όπου παγίδευσε τους Άγγλους κατόχους του κάστρου του Αρντροσσάν, κατέλαβε το κάστρο και αφού τους σκότωσε έριξε τα πτώματα τους σε ένα τούνελ. Οι υποστηριχτές της επανάστασης δέχτηκαν ένα ισχυρό κτύπημα όταν οι Σκωτσέζοι ευγενείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Άγγλους τον Ιούλιο στο Ίρβιν, ο Γουίλιαμ Γουάλας άφησε το Σελκίρκ προκειμένου να ενωθεί με τον Ανδρέα Μοράι στο Στίρλιγκ. Ο βασιλιάς Εδουάρδος Α' προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ζήτησε την εκτέλεση των βαρόνων ο Ρόναλντ Κράουφορντ ήταν ένας από τους πρώτους που κρεμάστηκαν. Ο Γουίλιαμ Γουάλας έστειλε μήνυμα στον θείο του ώστε να προχωρήσει στην εκτέλεση του φρουρού στο κάστρο του Άιρ, και στην συνέχεια να το κάψει ενώ επέστρεψε στο δάσος του Σέλκιρκ για ασφάλεια. Στο δάσος ένωσε μαζί του τις δυνάμεις του ο Γουλιέλμος Κράουφορντ αμέσως μετά την δολοφονία του πατέρα του.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1297 στην μάχη της γέφυρας του Στέρλιγκ οι Σκωτσέζικες δυνάμεις υπό τον Γουίλιαμ Γουάλας και τον Αντρέα Μοράι κατατρόπωσαν τον Αγγλικό στρατό συντρίβοντας τους 10.000 πεζούς και 3.000 ιππείς του κόμητος του Σάρρει. Απέφυγαν να συγκρουστούν ανοιχτά μαζί τους προτίμησαν να τους παγιδεύσουν γύρω από τα στενά της γέφυρας και να τους αποδεκατίσουν εύκολα. Οι Άγγλοι στρατιώτες τρομαγμένοι οπισθοχώρησαν οπότε η γέφυρα από την οποία πέρασε κατέρρευσε και οι περισσότεροι Άγγλοι που είχαν επιζήσει από την μάχη πνίγηκαν, ενώ κατά τον Χάρρυ η γέφυρα έπεσε με την επέμβαση κάποιου Σκωτσέζου που ήταν κρυμμένος σ'αυτήν. Ο Ούγος Κρέσσινγχαμ ο θησαυροφύλακας του Εδουάρδου Α' στην Σκωτία έπεσε στην μάχη και οι Σκωτσέζοι σαν τρόπαιο τον έγδαραν χρησιμοποιώντας το δέρμα του στην δημιουργία λωρίδων υπό την μορφή επάθλου, ο Γουλιέλμος Κράουφορντ με 400 ιππείς έδιωξε τους Άγγλους από την Σκωτία. Ο Μοράι τραυματίστηκε θανάσιμα μάχη και πέθανε από αυτά τον χειμώνα του 1297 Μετά από την επιστροφή του από την μάχη στην γέφυρα του Στίρλιγκ ο Γουίλιαμ Γουάλας χρίστηκε ιππότης με τον Τζών Γκράχαμ και τον Γουλιέλμο Κράουφορντ από τον Ροβέροτ Μπρούς, ενώ ορίστηκε φρουρός και διοικητής των αρμάτων στην Σκωτία. Τους επόμενους 6 μήνες μετά την μεγάλη του νίκη ο Γουάλας άρχισε τις επιδρομές στην βόρεια Αγγλία προκαλώντας την οργή του Εδουάρδου που δέν μπορούσε να αντιδράσει.

 Έναν χρόνο αργότερα ο Γουίλιαμ Γουάλας έχασε στην μάχη του Φαλκίρκ, οι Άγγλοι επιτέθηκαν στο Ρόξμπουργκ (1298), κερδίζοντας μερικά κάστρα αλλά απέτυχαν να προκαλέσουν τον Γουάλας σε μάχη. Ο Γουάλας χώρισε τους πολεμιστές του σε τέσσερεις ομάδες περικλειόμενοι από ένα αμυντικό τείχος με ξύλινους σωρούς, οι Άγγλοι πήραν το πάνω χέρι επιτέθηκαν με το ιππικό τους σπάζοντας την γραμμή των Σκωτσέζων τοξοτών. Οι Σκωτσέζοι ευγενείς οπισθοχώρησαν και οι άντρες του Εδουάρδου άρχισαν να σπάνε όλες τις απομένουσες αντιδράσεις των Σκώτων, που είχαν τεράστιες απώλειες ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε και η στρατιωτική του φήμη κλονίστηκε. Ο Τζών Γκράχαμ σκοτώθηκε και ο Γουλιέλμος Κράουφορντ έγινε νέος υπαρχηγός του. Τον Σεπτέμβριο του 1298 ο Γουάλλας αποφάσισε να παραιτηθεί από την θέση του φρουρού στην Σκωτία για λογαριασμό του Ροβέρτου Μπρούς, κόμη του Κάρρικ και του Ιωάννη Καμίν συμβασιλέα και ανιψιού του Τζών Μπάλλιολ ενώ ο Μπρούς συμφιλιώθηκε με τον Εδουάρδο (1302). Κατά τον Χάρρι ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε (1298) στην Γαλλία με τον Γουλιέλμο Κράουφορντ προκειμένου να ζητήσει υποστήριξη από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Δ' τον Ωραίο στα δικαιώματα του στον θρόνο της Σκωτίας. Μόλις ξέφυγε απο τις Αγγλικές ακτές μια ομάδα Γάλλων πειρατών όρμησε στο πλοίο του προκειμένου να συλλάβει τον περίφημο πειρατή Ριχάρδο Λόνγκοβιλ, που τον μετέφερε στον βασιλιά Φίλιππο. Με την επέμβαση του Γουίλιαμ Γουάλας ο Φίλιππος έδωσε αμνηστία στον Λόνγκοβιλ, ενώ πρότεινε ένα εκπληκτικό σχέδιο κατά του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α'. Οι Αγγλικές ιστορικές καταγραφές δεν αναφέρουν στην συνέχεια δύο συμμετοχές του στον Γαλλικό στρατό σε μάχες κατά των Άγγλων και ένα διπλωματικό ταξίδι του στην Ρώμη. Το (1303) ο Σκουίρ Γκουθρί στάλθηκε στην Γαλλία προκειμένου να ζητήσει από τον Γουάλας να επιστρέψει στην Σκωτία αλλά στην πραγματικότητα να κατασκοπεύσει για λογαριασμό των Άγγλων τον τόπο διαμονής του, στο Έλχο Γούντ. Μετά απο πολλές φήμες που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Άγγλων ότι μένει στο συγκεκριμένο μέρος κατέφθασαν στο οικόπεδο του να τον συλλάβουν. Μόλις το πληροφορήθηκε σκότωσε έναν από τους άντρες του που τον κατηγόρησε για προδοσία προκειμένου οι Άγγλοι να μην βρουν κανένα ίχνος στον δρόμο τους.
 Ο Γουίλιαμ Γουάλας συνελήφθη από έναν προδότη Σκωτσέζο ευγενή τον Ιωάννη του Μεντείθ στις 5 Αυγούστου/1305, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και κατηγορήθηκε για προδοσία απέναντι στον βασιλιά Εδουάρδο Α'. Στην απολογία του ανέφερε ότι δεν είναι προδότης γιατί βασιλιά του αναγνωρίζει τον Τζών Μπάλλιολ, και όχι τον Εδουάρδο κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ξεγυμνώθηκε, μεταφέρθηκε με ένα άλογο στους δρόμους της πόλης στην συνέχεια κρεμάστηκε και ενώ ήταν ακόμα ζωντανός ελευθερώνοντας τον απ'το σκοινί τον ευνούχισαν, του έβγαλαν τα άντερα του και τα έκαψαν μπροστά του, τελικά τον αποκεφάλισαν. Όλες οι πληροφορίες γύρω απο το πρόσωπο του Γουίλιαμ Γουάλας βασίστηκαν στο επικό ποίημα του Μπλίντ Χάρρι που γράφθηκε (1470) 160 χρόνια μετά τον θάνατο και οι δηιγήσεις του περιγράφουν ένα πρόσωπο που φαίνεται περισσότερο μυθολογικό. Δέν είναι βέβαιο οτι βασίστηκε σε ιστορικά κείμενα της εποχής του γιατί αυτά δέν εμφανίστηκαν, αναφέρεται οτι ο επίσκοπος του Αγίου Ανδρέα ανέλαβε την αποστολή να καταγράψει τα κατορθώματα του Γουίλιαμ Γουάλας αλλά και απο αυτόν δέν βρέθηκε τίποτα. Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό (1995) με την επική ταινία Braveheart γραμμένη απο τον υποτιθέμενο απόγονο του Ράνταλ Γουάλας και πρωταγωνιστή τον Μέλ Γκίμπσον. Η ταινία άν και βασίστηκε σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα περιέχει πολλές ανακρίβειες, χαρακτηριστικό σφάλμα του η ερωτική σχέση του με την Ισαβέλλα της Γαλλίας η οποία ήταν μόλις 10 ετών όταν αυτός πέθανε.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Αττίλας

Ο Αττίλας (περ. 400 - 453) ήταν βασιλιάς των Ούννων, νομαδικής φυλής Μογγολικής προέλευσης. Η φυλή των Ούννων έφτασε στην ακμή της κατά την βασιλεία του.
Η νομαδική φυλή των Ούννων, ένας νομαδικός τουρκικός λαός έφιππων πολεμιστών μογγολικής καταγωγής που κατοικούσε από τις στέπες της κεντρικής Ασίας στα όρια της Ευρώπης, τον 4ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από την Ασία και, προχωρώντας προς τα δυτικά, κατάκλυσε την Ευρώπη κι ερήμωσε πολλές χώρες. Οι πρώτοι Ούννοι είχαν εγκατασταθεί στη Μογγολία τον 2ο π.Χ. αιώνα κι από κει έφτασαν στην περιοχή ανάμεσα στα δύο ποτάμια Ουράλη και Βόλγα. Στα 375 μ.Χ. μια ουννική φυλή προχώρησε στην περιοχή ανάμεσα στο Ντον και Βόλγα και, αφού υπόταξε τους Οστρογότθους και Βησιγότθους, εγκαταστάθηκε τον 4ο αιώνα στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη, ωθώντας τους Βισηγότθους νότια προς το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο αρχηγός των Ούννων Ρουγίλιας οργάνωσε ένα ισχυρό κράτος και άρχισε τις επιδρομές και τις επιθέσεις εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στα 434 τον Ρουγίλια τον διαδέχτηκε ο Αττίλας, που απαίτησε από το Βυζαντινή Αυτοκρατορία να του δώσει τεράστια χρηματικά ποσά. Στην άρνηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο Αττίλας οργάνωσε μια φοβερή εκστρατεία και, κατεβαίνοντας ορμητικά προς τα νότια, κατάστρεψε τη Μυσία, τη Θράκη και την Μακεδονία κι ερήμωσε πάνω από 70 πόλεις. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη με το να του παραχωρήσει μεγάλες περιοχές στα νότια του Δούναβη και εφάπαξ 6.000 λίτρες χρυσάφι και να του δίνει κάθε χρόνο 2.100 λίτρες χρυσάφι. Μετά τη νίκη του ο Αττίλας με 700.000 στρατιώτες κατάλαβε τη Γερμανία, μπήκε στη Ρωσία και επιστρέφοντας έφτασε μέχρι τη Γαλατία.
Έτσι, υπό τον βασιλιά Αττίλα, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία το 445, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, έφτασε το κράτος των Ούννων από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον ποταμό Ρήνο. Από τον πυρήνα του κράτους, στην ουγγρική πεδιάδα πραγματοποιούσε ο Αττίλας επιδρομές λεηλασίας στα Βαλκάνια, την Ιταλία και τη Γαλατία.
Τον Αττίλα τον αντιμετώπισε στα 451, στα Καταλανικά Πεδία ο Αέτιος, αρχηγός στρατού που τον αποτελούσαν Ρωμαίοι, Γαλάτες, Βουργουνδοί και Βησιγότθοι. Στην περίφημη σύγκρουση, που έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν Μάχη των Εθνών, ο Αττίλας νικήθηκε με φοβερές απώλειες. Παρόλα αυτά, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, μπήκε στην Ιταλία κι έφτασε μπροστά στα τείχη της Ρώμης. Επειδή όμως μια φοβερή αρρώστεια αποδεκάτισε το στρατό του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του. Μετά το θάνατο του Αττίλα στα 452, το κράτος των Ούννων διαλύθηκε και έσβησαν τα ίχνη του στην Ιστορία.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΕΛΟΧΙΜ

Οι άγγελοι και οι ΕΛΟΧΙΜ (ή υιοί του Θεού) είναι δυο διαφορετικές οντότητες. Οι άγγελοι είναι ασώματοι και οι ΕΛΟΧΙΜ με υλικό σώμα.Το υλικό σώμα δεν σημαίνει απαραίτητα σάρκα.
Σύμφωνα με την γένεση, πρώτα ο Θεός εποίησε Ελοχίμ και μετά αγγέλους. Οι Ελοχίμ θεωρούνται ανώτερες οντότητες από τους αγγέλους.
Ειδικά ο πρώτος Ελοχίμ, ο παλαιός όλων των ημερών, όπως λέει ο.....
Ενόχ (Ο Χριστός ίσως ; Στην αποκάλυψη του Ιωάννη ο Χριστός είπε "Είμαι ο πρώτος και ο έσχατος").
Αφού ολοκληρώθηκε η Δημιουργία, έδωσε εντολή να δημιουργηθεί ο άνθρωπος κατ΄εικόνα και ομοίωση των Ελοχίμ. Αφού ο άνθρωπος θα ήταν καθ’ ομοίωση των Ελοχίμ, στην εξέλιξή του, θα ήταν ανώτερος από τους αγγέλους.
Με την πτώση του ανθρώπου, έδωσε εντολή ο Θεός να επιτηρούν τη Γη και τον άνθρωπο 201 Ελοχίμ και στον άνθρωπο την εντολή αυξάνεστε και πληθύνεστε.
Το πληθύνεστε σημαίνει να γίνεστε περισσότεροι, το αυξάνεστε σημαίνει να εξελίσσεστε σε αυτό που είμαστε προορισμένοι να γίνουμε.
Δηλαδή καθ’ ομοίωση των Ελοχίμ.
Οι 201 παρατηρητές Ελοχίμ που δεν έχουν το δικαίωμα να αυξάνονται και να πληθύνονται, έπραξαν μια μεγάλη αμαρτία (βλασφημία): το να πληθύνονται.
Σύμφωνα λοιπόν με τις ελάχιστες δημοσιοποιημένες πηγές, που είναι η αρχαία ελληνική μυθιστορία, η Παλαιά Διαθήκη και το απόκρυφο βιβλίο του Ενόχ, κάποιοι, ή όλοι … σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γένεση, κεφ 6, 1-2), παρατηρητές Ελοχίμ, παρά το θέλημα του Θεού, συνευρέθηκαν με τις κόρες των ανθρώπων και δημιουργήθηκαν όντα, πλάσματα, ξεχωριστά, αποκυήματα πράξης ανομίας (παραβίασης των συμπαντικών γενεαλογικών κανόνων).
Τα πλάσματα αυτά ονομάστηκαν Νεφελίμ.
Αυτοί, είτε από φόβο, είτε από τις εκπληκτικές δυνάμεις που είχαν, λατρεύτηκαν σαν θεοί από τους ανθρώπους.
Με τα χρόνια, η καταπίεση των Νεφελίμ έφτασε στα άκρα.
Μας χρησιμοποιούσαν είτε σαν δούλους είτε σαν τροφή, πράγμα που προκάλεσε την οργή του Θεού, με αποτέλεσμα τον κατακλυσμό, την καταστροφή, και την τιμωρία των βλάσφημων Ελοχίμ, Νεφελίμ και Ανθρώπων.
http://www.inews.gr/116/elochim.htm

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Λαβύρινθος στην Γόρτυνα???

Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Θησέας ταξίδεψε στην Κρήτη κατάφερε να μη χαθεί στον Λαβύρινθο όπου κατοικούσε ο Μινώταυρος χάρις στον μίτο της Αριάδνης. Μήπως όμως δεν ανήκουν όλα στη σφαίρα του μύθου; Ερευνητές υποστηρίζουν σήμερα ότι ο Λαβύρινθος μπορεί να υπήρξε στην πραγματικότητα.

Ένα παλιό λατομείο στην Κρήτη, με εκτεταμένο περίπλοκο δίκτυο τούνελ, θα μπορούσε να είναι ο αρχαίος Λαβύρινθος του Μινώταυρου, του μυθικού τέρατος με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου. Έλληνες και Βρετανοί ερευνητές που πραγματοποίησαν εξερευνητική αποστολή το περασμένο καλοκαίρι στο λατομείο κοντά στη Γόρτυνα, πιστεύουν ότι διεκδικεί επί ίσοις όροις τον Μινώταυρο με το μινωικό παλάτι της Κνωσού που ανακαλύφθηκε τον περασμένο αιώνα και βρίσκεται περίπου 35 χιλιόμετρα πιο μακριά.

Οι 60.000 άνθρωποι που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κνωσό μαθαίνουν από τους ξεναγούς τους ότι εκεί βρισκόταν σχεδόν σίγουρα η κατοικία του Μίνωα, ο οποίος έχτισε τον Λαβύρινθο για να ζήσει εκεί ο Μινώταυρος, ένα τρομακτικό ον που γεννήθηκε από την ένωση της συζύγου του βασιλιά με έναν ταύρο. Ωστόσο, η επιστημονική ομάδα που πραγματοποίησε την αποστολή θεωρεί ότι η σπηλιά κοντά στη Γόρτυνα, τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Κρήτης, θα μπορούσε να είναι ο Λαβύρινθος- αν ο μύθος βασίζεται σε ένα πραγματικό μέρος κι έναν υπαρκτό βασιλιά.


Ο Νίκολας Χάουαρθ, καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και επικεφαλής της ομάδας, επισημαίνει ότι μπορεί η Γόρτυνα να εξαφανίστηκε από την ιστορία του Λαβυρίνθου εξαιτίας της κυρίαρχης θέσης που πήρε η Κνωσός στον θρύλο. Τη θέση αυτή ενίσχυσε ο Άρθουρ Έβανς, ο πλούσιος Βρετανός αρχαιολόγος που πραγματοποίησε ανασκαφές στην Κνωσό ανάμεσα στο 1900 και το 1935. «Είναι ντροπή το γεγονός ότι σχεδόν κανένας επισκέπτης της Κνωσού δεν έχει ακούσει ποτέ για τα άλλα μέρη όπου πιθανόν βρισκόταν ο μυθικός Λαβύρινθος» τονίζει.

Σε συνεργασία με ειδικούς της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, οι ερευνητές της Οξφόρδης ανακάλυψαν ότι το σπήλαιο στη Γόρτυνα είχαν επισκεφθεί πρόσφατα κλέφτες αρχαιοτήτων, οι οποίοι σκόπευαν να ανατινάξουν με δυναμίτη μια από τις εσωτερικές αίθουσες ελπίζοντας ότι θα ανακάλυπταν κάποιον κρυμμένο θησαυρό. Το μέρος είναι γνωστό στην περιοχή ως σπήλαιο Λαβύρινθος και βρίσκεται σε ύψος 400 μέτρων. Αποτελείται από περίπου 4 χιλιόμετρα αλληλένδετων τούνελ, μεγάλες αίθουσες με διαδρόμους και διακλαδώσεις, αλλά και «τυφλά» δωμάτια. Το σπήλαιο είχε συνδεθεί με τον Μινώταυρο ήδη από την εποχή του Μεσαίωνα. Ωστόσο όταν ανακαλύφθηκε η Κνωσός πέρασε στην αφάνεια. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ναζιστικές δυνάμεις το χρησιμοποίησαν ως αποθήκη πυρομαχικών. «Αν πας στο σπήλαιο Λαβύρινθος νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό κι επικίνδυνο μέρος όπου εύκολα μπορεί να χαθείς. Η υπόθεση του Έβανς ότι ο Λαβύρινθος ήταν στην Κνωσό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις» επισημαίνει ο Νίκολας Χάουαρθ. Εκτός από την Κνωσό και τη Γόρτυνα, υπάρχει κι ένα τρίτο μέρος, η σπηλιά της Αγίας Παρασκευής στο Σκοτεινό, που θα μπορούσε να είναι ο Λαβύρινθος. «Με βάση τα ιστορικά γεγονότα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε ότι υπήρξε ο Λαβύρινθος» λέει ο Βρετανός καθηγητής και προσθέτει: «Πιστεύω ότι κάθε μέρος έχει το μερίδιό του στο μυστήριο του Λαβυρίνθου. Υπάρχουν, ωστόσο, ερωτήματα στα οποία δεν μπορεί να δώσει απάντηση ούτε η αρχαιολογία ούτε η μυθολογία».



http://www.tanea.gr/kosmos/article/?aid=4541574

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Ρασπούτιν

Ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν ήταν Ρώσος μυστικιστής, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στο τελευταίο ρωσικό αυτοκρατορικό ζεύγος, του τσάρου Νικολάου Β' και της τσαρίνας Αλεξάνδρας.
Ο Ρασπούτιν γεννήθηκε στο Ποκρόφσκογε της επαρχίας Τομπόλσκ, και από τις επικρατέστερες ημερομηνίες γέννησής του είναι η 22α Ιανουαρίου 1869. Πέθανε στο Πέτρογκραντ στις 29 Δεκεμβρίου 1916.
Ήταν γιος χωρικών από τη Σιβηρία και παρόλο που πήγε σχολείο, παρέμεινε αμόρφωτος σε σημείο που δεν ήξερε ούτε να γράφει.
Οι πνευματικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν σε ηλικία 18 ετών σε μοναστήρι, όπου μυήθηκε στη διδασκαλία των «Μαστιγουμένων», μίας αίρεσης, τα μέλη της οποίας ονομάζονταν επίσης και πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι και οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Διαστρεβλώνοντας τα κηρύγματα της αίρεσης αυτής, ο Ρασπούτιν διατύπωσε δικό του δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στην κατάσταση της «θείας αταραξίας», ώστε να βρεθεί πιο κοντά στον Θεό.
Έφυγε από το μοναστήρι πριν γίνει μοναχός και επέστρεψε στο χωριό του, όπου παντρεύτηκε το 1889 και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τελικά, όμως, εγκατέλειψε το σπίτι και την οικογένειά του το 1901 για να γίνει προσκυνητής και πέρασε μεγάλο διάστημα περιπλανώμενος φτάνοντας μέχρι το Άγιο Όρος και τα Ιεροσόλυμα. Στο διάστημα αυτό, ανακήρυξε τον εαυτό του «άγιο» και ζούσε από τις δωρεές των χωρικών. Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τη στιγμή που έφυγε από το Ποκρόφσκογε, κατάφερε να γίνει γνωστός για τις υποτιθέμενες θεραπευτικές του δυνάμεις, αλλά και για τη σκανδαλώδη σεξουαλική του συμπεριφορά.
To 1903, ο Ρασπούτιν παρέα με τη φήμη για τις υποτιθέμενες υπερφυσικές ικανότητές του, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί, χάρη σε μια μανία που είχε καταλάβει την υψηλή κοινωνία για τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό, κατάφερε να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές σε αριστοκρατικούς κύκλους.
Η πρώτη επαφή του Ρασπούτιν με το αυτοκρατορικό ζεύγος ήταν το φθινόπωρο του 1905, όταν στη Ρωσία διαδραματίζονταν τα γεγονότα της γνωστής εξέγερσης ενάντια στη μοναρχία. Εκτός όμως από τα γεγονότα αυτά, την αυτοκρατορική οικογένεια είχε κλονίσει και η ανακάλυψη ότι ο Αλεξέι Νικολάγεβιτς, ο διάδοχος του θρόνου, ήταν αιμοφιλικός. Ο Ρασπούτιν, κατόρθωσε με αποστάγματα και γιατροσόφια δικής του εφεύρεσης να απαλύνει το πρόβλημα των αιμορραγιών του αγοριού και με το περιστατικό αυτό άρχισε μια δεκαετία κυριαρχίας του στις υποθέσεις της τσαρικής οικογένειας και του κράτους, αφού είχε φροντίσει να πείσει το ανήσυχο ζεύγος ότι η ζωή του παιδιού εξαρτιόταν από τον ίδιο.
Ζώντας στην Πετρούπολη και κηρύσσοντας ότι η σωματική επαφή μαζί του είχε εξαγνιστικά και θεραπευτικά αποτελέσματα, κατάφερε να αποπλανήσει πολλές γυναίκες και, ενώ οι αναφορές για τη διαγωγή του έφταναν στον τσάρο Νικόλαο, εκείνος δεν τις πίστευε, ενώ τιμωρούσε με πολιτικούς διωγμούς εκείνους που τις μετέφεραν.
Μέχρι το 1911 η συμπεριφορά του Ρασπούτιν είχε πάρει διαστάσεις σκανδάλου και οι ερωτικές ιστορίες για τον ακόλαστο αυτό «καλόγερο» ήταν στα χείλη όλων. Τελικά, ύστερα από πιέσεις, ο τσάρος εξόρισε τον ευνοούμενό του, αλλά κάτω από την επιμονή της τσαρίνας Αλεξάνδρας αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του λίγους μήνες αργότερα, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να θέσει σε κίνδυνο την ζωή του γιου του ή να δυσαρεστήσει την σύζυγό του, που ήταν φανατικά πιστή του Ρασπούτιν, επειδή της έλεγε πως ήταν «αγία» και πως την βλέπει στα όνειρά του με φωτοστέφανο.
Η δύναμη του τυχοδιώκτη χωρικού έφτασε στο απόγειό της μετά το 1915, όταν ο Νικόλαος έφυγε για το μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τσάρος Νικόλαος ανέλαβε προσωπικά την ηγεσία του στρατού επειδή ο Ρασπούτιν ισχυρίστηκε ότι είδε σε όραμα, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα χανόταν ο πόλεμος. Με την απουσία του Νικολάου, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα διαδραμάτισε έναν πιο ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση και έτσι ο Ρασπούτιν κατάφερε να ασκεί σημαντική επιρροή διορίζοντας και παύοντας το προσωπικό του κράτους κατά τις επιθυμίες του. Η δύναμη αυτή τον έκανε να παραφέρεται και να αναγκάζει νομάρχες, υπουργούς και διευθυντές να εξευτελίζονται κολακεύοντας τον ευνοούμενο της τσαρίνας. Ο ίδιος ο Ρασπούτιν, αν άλλαζε γνώμη για την ικανότητα κάποιου στελέχους, έπειθε την Αλεξάνδρα να τον διώξει, λέγοντας απλά ότι «μπήκε ο διάβολος μέσα του» και κολακεύοντας ταυτόχρονα τη δική της αφέλεια λέγοντας ότι «βλέπει τον Χριστό να στέκει στο πλάι της».
Η αυξανόμενη υστερία του Ρασπούτιν είχε έλθει σε μια εποχή πολέμου, όπου οι ήττες του στρατού και οι στερήσεις βάραιναν πολύ στη συνείδηση όλων ώστε να μην ανέχονται πλέον τη δύναμη ενός ημιαναλφάβητου αγρότη στην εξουσία. Παράλληλα, οι άνθρωποι που γνώριζαν από κοντά τη συμπεριφορά του έκριναν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη χώρα. Ακολούθησαν έτσι κάποιες απόπειρες δολοφονίας του Ρασπούτιν, που όμως απέτυχαν. Σύμφωνα με το βιβλίο του Greg King «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ρασπούτιν» (The Man Who Killed Rasputin), στις 29 Ιουνίου του 1914 όταν εκείνος είχε επισκεφτεί τη γυναίκα και τα παιδιά του στη γενέτειρά του, στη Σιβηρία, του επιτέθηκε με μαχαίρι μία πρώην πόρνη, η Χιονία Γκούσεβα, που είχε γίνει μαθήτρια του μοναχού Ηλιοδώρου. Ο Ηλιόδωρος ήταν κάποτε φίλος του Ρασπούτιν, αλλά τον είχε σιχαθεί λόγω της συμπεριφοράς του προς την βασιλική οικογένεια, την οποία χρησιμοποιούσε μεν, αλλά μιλούσε άσχημα γι' αυτήν. Ο Ηλιόδωρος είχε σχηματίσει μια ομάδα από γυναίκες, τις οποίες είχε βλάψει ο Ρασπούτιν, με σκοπό να τον δυσφημίσει ή και να τον σκοτώσει. Η Γκούσεβα μαχαίρωσε τον Ρασπούτιν στην κοιλιά, κι όταν είδε τα σπλάχνα του να ξεπροβάλλουν φώναξε «σκότωσα τον αντίχριστο!». Όμως ο Ρασπούτιν χειρουργήθηκε και επέζησε. Η κόρη του Μαρία σημειώνει ότι μετά από αυτή την επέμβαση δεν ήταν πια ο ίδιος. Συχνά κουραζόταν εύκολα και έπαιρνε όπιο κατά του πόνου. Επίσης, δεν μπορούσε πλέον να μετακινηθεί πουθενά χωρίς την προσωπική του φρουρά.
Εναντίον του Ρασπούτιν οργανώθηκε συνωμοσία, στην οποία συμμετείχαν πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος του Τσάρου, με σκοπό να τερματιστούν τα απανωτά πλήγματα που δεχόταν η μοναρχία σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, την οποία τελικά θα ακολουθούσε η περίφημη Ρωσική επανάσταση. Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Δεκεμβρίου 1916, ο σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, Γιουσούποφ, προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και του προσέφερε δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό.
Το τέλος του Ρασπούτιν όμως ήταν εξίσου επεισοδιακό με τη ζωή του. Ενώ ήπιε το δηλητηριασμένο κρασί, ζητά δεύτερο ποτήρι, τρώει και τα γλυκά, όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος αδιαθεσίας. Έτσι, ο Γιουσούποφ τον πλησιάζει και του ρίχνει μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ρασπούτιν όμως καταφέρνει να συρθεί φωνάζοντας μέχρι την αυλή, όπου τον προφταίνουν και του αδειάζουν ολόκληρο γεμιστήρα επάνω του. Κατόπιν, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ' ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφορτώνουν όμως, διαπιστώνουν ότι το σώμα του ακόμα κινείται και την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία γνωρίζει ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν' ανασαίνει παρά μόνο μετά το ρίξιμό του στον ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε τα λαϊκά αναγνώσματα να δημιουργήσουν ένα θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του.
Μετά τη νεκροψία, ο Ρασπούτιν βαλσαμώθηκε και θάφτηκε στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσιο, αφού πρώτα τον ξενύχτησε η αυτοκράτειρα, παρέα με έμπιστά της πρόσωπα. Σε όλο το επόμενο διάστημα, οι φήμες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο Ρασπούτιν έκαναν τους αγρότες να τιμούν φοβισμένοι το λείψανο του «αγίου». Εξαγριωμένοι από την κατάσταση αυτή, οι μπολσεβίκοι ηγέτες που εντωμεταξύ είχαν επικρατήσει, αποφάσισαν μια τελευταία εκταφή.
Τελικά, το πτώμα μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα σε ένα ξέφωτο, όπου μια μικρή ομάδα στρατιωτών της Ερυθράς φρουράς με επικεφαλής έναν αξιωματικό, ετοίμασε φωτιά και έκαψε το σώμα του Ρασπούτιν το χειμώνα του 1917-1918, δίνοντας οριστικά τέλος στη λατρεία του λειψάνου του.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

EL CID


EL CID
Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντιάθ δε Βιβάρ (ισπ. Rodrigo ή Ruy Díaz de Vivar) (Βιβάρ περ. 1040 –Βαλένθια 10 Ιουλίου 1099) γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ ήταν Καστιλλιανός αριστοκράτης, στρατιωτικός και πολιτικός. Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.
Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη  «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
 Ροδρίγο  γεννήθηκε μεταξύ 1040 και 1045 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργκος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίστηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador). Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Λιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπανταχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.


Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργκος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορτόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.

Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορτόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορτόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορτόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).


Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερένγκερ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερένγκερ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίντε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγκράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπανταχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορτόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.
Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.


To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει τη άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγκο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγκο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.
Ο Ροδρίγο Ντιάθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργκος.

Tizona


Tizona είναι το όνομα του σπαθιού που κρατούσε ο  El Cid και είχε χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των Μαυριτανών στην Ισπανία.
Σύμφωνα με το Cantar de mio Cid  Το όνομα του μεταφράζεται σε φλεγόμενο ραβδί.




Colada

Colada είναι το δεύτερο γνωστότερο σπαθί του El Cid.
Σύμφωνα με τον Σεμπαστιάν ντε CovarrubiasColada σημαίνει σαφώς ένα σπαθί που κατασκευάζεται από "Acero colado", μια διαδικασία από κράμα χάλυβα, χωρίς προσμίξεις.




Babieca
 ή Bavieca ήταν το πολεμικό άλογο του El Cid.Πολλές ιστορίες υπάρχουν σχετικά με τον Cid και τον Babieca
Ένα πολύ γνωστό μύθο για το Cid περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τον απέκτησε.Σύμφωνα με αυτή την ιστορίαο νονός του RodrigoPedro El Grandeήταν μοναχός σε μοναστήρι.
Όταν ο El Cid ήταν σε ηλικία να διαλέξει το δώρο του η επιλογή του ήταν ενός αλόγου από ένα κοπάδι της ΑνδαλουσίαςEl Cid πήρε ένα άλογο που ο νονός του πίστευε ότι ήταν αδύναμο, μια κακή επιλογή, με αποτέλεσμα ο μοναχός να αναφωνήσει "Babieca!" (χαζέ!) Ως εκ τούτου, έτσι πήρε το όνομα του αλόγου του El Cid. 

Ένας άλλος μύθος λέει ότι σε ένα διαγωνισμό για την ανάδειξη του "πρωταθλητή"(campeador) του βασιλιά Σαντσο,ένας ιππότης προκάλεσε τον Cid.Ο βασιλιάς επιθυμούσε ένα δίκαιο αγώνα και έτσι έδωσε στον Cid το καλύτερο του άλογο,τον Babieca ή Bavieca.Αυτός ο μύθος υποστηρίζει ότι ο Babieca μεγάλωσε στους βασιλικούς στάβλους της Σεβίλης και ήταν ένα άρτια εκπαιδευμένο πολεμικό άλογο όχι ένα χαζό πουλάρι.

Πιθανόν να πήρε το όνομα του από το τόπο καταγωγής του,την περιοχή Babia στην Leon της Ισπανίας.
Στο ποίημα Carmen Campidoctoris,ο Babieca φαίνεται να είναι δώρο στον Cid από κάποιο βάρβαρο άρα το όνομα είναι παράφραση του ονόματος Barbieca δηλαδη το άλογο ενός βάρβαρου.


 Ανεξάρτητα από που πήρε το όνομα του, ο Babieca έγινε ένα μεγάλο πολεμικό άλογοδιάσημο στους Χριστιανούς,και φόβος στους εχθρούς του El Cid.Αγαπήθηκε από τον Cidο οποίος φέρεται να ζήτησε ο Babieca να θαφτεί μαζί του στο μοναστήρι του San Pedro de Cardeña.